Επ’ ευκαιρία της Εθνικής Επετείου και την κατά τόπους
καταγραφή διαξιφισμών και εντάσεων αναφορικά με την αναγόρευση παιδιών μεταναστών σε σημαιοφόρους του
τιμητικού αγήματος, επανέρχεται –δίς κατ έτος- η συζήτηση μεταξύ «προοδευτικών»
και «Ελληναράδων».
Για ακόμα μια φορά η αντιπαλότητα και οι εντάσεις είναι
οξείς και οι χαρακτηρισμοί εκατέρωθεν, δεν εκφεύγουν της κρατούσας αντίληψης περί του «συζητοίν».
Υπάρχουν πολλά συνθήματοποιημένα επιχειρήματα που με
βρίσκουν σύμφωνο και από τις δύο πλευρές : Από το «όλοι είμαστε μετανάστες»
μέχρι το «η σημαία είναι ιερό πράγμα για να την κουβαλάει ο Αλβανός».
Θα αποφύγω εδώ να αναφερθώ στην απολύτως αρνητική μου άποψη
για την διοργάνωση των μαθητικών παρελάσεων, εξ άλλου έχω τοποθετηθεί μόλις
χθες για το θέμα, για λόγους αντίθετους από αυτούς που φαίνεται να κυριαρχούν
στην κοινωνία ως επιχειρήματα για την κατάργησή τους.
Τι είναι η σημαία και ο σημαιοφόρος;
Σε επιτραπέζια παιχνίδια, η απώλεια της σημαίας σηματοδοτεί
την οριστική ήττα του εν λόγω παίκτη και τη νίκη του αντιπάλου του. Στη ζώσα
ζωή, είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι η τοποθέτηση της σημαίας σε ένα τόπο,
σηματοδοτούσε και σηματοδοτεί την κατοχή
αυτού του τόπου από τον τοποθεντούντα το εθνικό του σύμβολο επ’ αυτής. Ο
σημαιοφόρος είναι ο μόνος από τους στρατιωτικούς που δεν πολεμά ο ίδιος. Η δική
του μάχη είναι στη διατήρησή της σημαίας. Αντίστοιχα και για το άγημα των 5
ακόμα συντρόφων του. Από την κλασσική αρχαιότητα και εντεύθεν, η ανάθεση του
έργου του σημαιοφορικού αγήματος ήταν τιμή και πρόκληση. Οι πιο άξιοι και πιο
γενναίοι τοποθετούνταν σε αυτήν την περίοπτη θέση.
Λόγω της επικαιρότητας θα ήταν εύστοχο να αναφερθώ στο
παράδειγμα της συμβολικής αυτοθυσίας για το γαλανόλευκο «πανί», από μια
πραγματική ή μυθοπλαστική φιγούρα. Αυτή του Κων/νου Κουκίδη που τη ημέρα της
ανάρτησης στον ιστό της Ακρόπολης του ναζιστικού συμβόλου, επέλεξε να τυλιχτεί
με αυτή και να αυτοκτονήσει πέφτοντας στο κενό, παρά να πέσει το ιερό εθνικό
σύμβολο στα χέρια των κατακτητών.
Οι εποχές που οι Έλληνες ήμαστε περήφανοι για τη χώρα μας
έχουν περάσει ανεπίστρεπτη. Είναι φυσικό ακόλουθο της ψυχολογικής απόστασης που
έχει «χτιστεί» με τα χρόνια, η φόρτιση αποδοχής και σεβασμού που έχουν τα
«σύμβολα» και οι θεσμοί του κράτους να μην έχουν την ίδια ένταση με το ιστορικά
πρόσφατο παρελθόν. Έγκειται στην παιδεία –ποια παιδεία;- να κάνει τη διάκριση μεταξύ
αυτών που μπορούν να μπουν στη διαδικασία της αμφισβήτησης και της υποβάθμισης
και σε αυτά που θα έπρεπε να μείνουν στο απυρόβλητο και να συνεχίζουν να
τυγχάνουν του προσήκοντος σεβασμού ες αεί.
Επι παραδείγματι μπορεί κάποιοι να εκτιμούν ότι μια ή περισσότερες
διαδοχικές επιλογές του εκλεκτορικού σώματος για τον αρχηγό του κράτους, να μην
είναι οι ενδεδειγμένες και ως εκ τούτου να έχει πληγεί το κοινό αίσθημα για την
αξία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό να το συζητήσουμε. Και να βρούμε τι
φταίει. Γιατί έχει να κάνει με ανθρώπινα έργα και ως τέτοια είναι ατελή. Όμως
είναι απαράδεκτο να έχει αφεθεί στην απαξία το εθνικό σύμβολο.
Όσοι είχαμε
παιδιά στην πρωτοβάθμια και εκπαίδευση ξέρουμε ότι ο σημαιοφόρος προκύπτει από
κλήρωση. Και σε αυτή την απαξίωση οδηγηθήκαμε διότι ένας άλλος θεσμός είναι
κατώτερος των περιστάσεων (το σχολείο), με αποτέλεσμα τα μισά παιδιά να έχουν
10 και να μην είναι εφικτός ο εντοπισμός
του πραγματικού αριστούχου. Ποιο είναι το μήνυμα που παίρνουν τα παιδιά; Ότι το
εθνικό σύμβολο μπορεί να είναι αντικείμενο τζογαδόρικων διαδικασιών επειδή οι
διδάσκοντες είναι ανεπαρκείς.
Ο Ισοκράτης έχει μπει στα χείλια των περισσοτέρων υπερασπιστών
του δικαιώματος των μεταναστών δεύτερης γενεάς να κρατούν το εθνικό μας σύμβολο,
με τη γνωστή φράση του ότι «Έλλην, εστί ο μετέχων της ελληνικής παιδείας».
Φαντάζομαι ότι ο μέγας αυτός φιλόσοφος δε θα διανοείτο ότι η Ελληνική παιδεία
(ακαδημαϊκή και κοινωνική) θα καταντούσε στο σημείο που είναι σήμερα. Την εποχή
που το διατύπωσε, η συμμετοχή σε αυτή ήταν το όχημα για την έξοδο από τη
βαρβαρότητα. Σήμερα, φαντάζει να ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Σήμερα η συμμετοχή
σε αυτή «προπονεί» τους αυριανούς πολίτες, στην αμετροέπεια, την έλλειψη αξιών,
σεβασμού, την υποκρισία κοκ. Είμαι βέβαιος ότι για τη σημερινή παιδεία δε θα
έκανε τέτοια νύξη. Άρα, ούτε τα Ελληνόπουλα, ούτε τα «μεταναστόπουλα» μετέχουν
κάποιας «παιδείας». Και τέλος πάντων, όχι αυτής του Ισοκράτη. Άρα καλόν θα ήταν
όσοι τον επικαλούνται να προβάλουν τον λόγο στο ιστορικό πλαίσιο στο ποίο
διατυπώθηκε η ρήση. Και σε ένδειξη ελάχιστου αυτοσεβασμού να μην τον ξαναεπικαλεστούνε.
Εκτίθεντε.
Το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή και την επακόλουθη
ανταλλαγή των πληθυσμών, έφτασαν στην Έλλάδα, ξεριζωμένοι άνθρωποι που δε
γνώριζαν λέξη Ελληνικά. Που δεν είχαν δεί ούτε μια φορά εκεί στα βάθη της ανατολής
(Άδανα, Καππαδοκία κλπ) να κυματίζει η σημαία του επίσημου Ελληνικού κράτους.
Και παρ’ όλα αυτά, τα μάτια τους βούρκωναν κάθε φορά που την έβλεπαν πρόσφυγες
πιά και που θα έδιναν τη ζωή τους για αυτή.
Πολλοί που δε ξέρουμε γιατί την κρατούν, έχουν περάσει
μπροστά απ’ τα μάτια μας και έχουν γεμίσει τις οθόνες των τηλεοράσεών μας, αδυνατώντας
να ψελλίσουν ακόμα και μια «στροφή» από τον Εθνικό ύμνο. Και που «φορτώνουν»
βαθμούς την Ελλάδα στο παγκόσμιο αθλητικό στερέωμα. Αυτούς θα τους κρίνει η
πορεία τους. Τι θα κάνουν μετά; Αυτοί δε
μπορούν να γίνουν μέρος της κουβέντας αυτής. Και τέλος πάντων ένα λάθος –αν αποδειχθεί
ότι είναι λάθος- δε διορθώνεται με τη γενίκευσή του.
Σημαία είναι και του Παναθηναϊκού, σημαία και του
Ολυμπιακού, σημαία και του ΟΦΗ. Αλλά αυτά δεν είναι σύμβολα. Πολύ δε
περισσότερο δεν είναι Εθνικά Σύμβολα. Η διάκριση μεταξύ των δύο και η εναρμόνιση
της στάσης μας απέναντι στο καθ’ ένα,
είναι υποχρέωση όλων των σκεπτόμενων πολιτών
αυτής της χώρας.
Ένα άλλο θέμα είναι ο Εθνικός αυτοπροσδιορισμός και η Εθνική
ταυτότητα. Δε θέλω να βάζω κανένα παιδί στο δίλλημα να αποφασίσει αν αισθάνεται
Ελληνόπουλο, ή Αλβανόπουλο, ή Πολωνόπουλο. Πρέπει να προστατεύουμε τα παιδιά
από τέτοιες σκέψεις. Εκτός εάν –που κατά την άποψή μου αυτό είναι- έχουμε
απενδύσει το εθνικό σύμβολο από κάθε συμβολισμό και ως εκ τούτου η παραχώρησή
του σε κάποιον που δεν αισθάνεται Έλληνας δεν έχει τίποτα μεμπτό. Δεν είναι
ούτε χρόνος, που είδε το φώς της δημοσιότητας η πρόθεση μελών της Αλβανικής κοινότητας,
να δημιουργήσουν Αλβανικό κόμμα με πρόεδρο τον εξαιρετικό μαθητή και σήμερα
αυτοπροσδιοριζόμενο ως Αλβανό (και πού καλά κάνει) Οδησσέα Τσενάϊ. Την εποχή
που το θέμα του εν λόγω μαθητή –σήμερα συμπολίτη μου- μεσουρανούσε, είχα ταχθεί
υπέρ του δικαιώματός του να φέρει τη σημαία μας. Σήμερα, 10 χρόνια μετά, έχω
καταλήξει ότι η τότε στάση μου ήταν ρηχή και χωρίς επιχειρήματα.
Αν θέλουμε να τιμήσουμε τις επιδόσεις όλων των μαθητών, όλων
των βαθμίδων της εκπαίδευσης, υπάρχουν τρόποι να το κάνουμε. Από υποτροφίες και
χορηγίες μέχρι επαγγελματική αποκατάσταση και χρηματικές απολαβές. Το μονοπάτι
είναι «χαραγμένο». Οι ΗΠΑ το ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια επί 10ετίες και
έτσι συγκεντρώνουν τους αρίστους από όλη τη Γή.
θα έλεγα ότι είναι φρόνιμο ως κράτος να αποφασίσουμε με νομικό
και συντεταγμένο τρόπο ότι τη σημαία μας μπορούν να την κρατούν π.χ. μόνο όσοι
έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ή ιθαγένεια. Είναι τόσο απλό και θα σταματήσει κάθε πατριδοκαπηλική
συζήτηση.
Η σημαία μας πρέπει να «βγεί» από τη συζήτηση. Είναι Εθνικό
σύμβολο και δε μπορεί να χρησιμοποιείται ως σχοινί διελκυστίνδας μεταξύ
ψευτοπροοδευτικών και παλλικαροΕλληναράδων.