Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Τα οριζόντια μέτρα μας οδήγησαν στα οριζόντια μέτρα!

Εδώ και 4 χρόνια, οπότε υποχρεωθήκαμε να εξορθολογήσουμε τη λειτουργία-αποτελεσματικότητα και το λειτουργικό κόστος του κράτους, το μόνο που γίνεται με θρησκευτική ευλάβεια, είναι οι δραστικές παρεμβάσεις στο σκέλος του κόστους και όχι στις αιτίες που δημιούργησαν αυτό το κοστοβόρο θηρίο που λέγεται Ελληνικό "Κράτος".
Το απίστευτο πλήθος των νόμων που ψηφίστηκαν και οι αντίστοιχες ερμηνευτικές που εξεδόθησαν, ουδόλως κατάφεραν να αλλάξουν τη συνολική εικόνα παρακμής (δεν αναφέρομαι στην οικονομική) του δημόσιου -και ευρύτερου δημόσιου- τομέα.

Η θρυλούμενη διοικητική μεταρρύθμιση περιορίστηκε στο να μετακινήσει ή στην χειρότερη να "απολύσει" 5-10 χιλ δημοσίους υπαλλήλους. Λές και αυτό ήταν -ποσοτικά- το πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης.
Η γραφειοκρατία των  10υπογραφών και των 15 δικαιολογητικών ουδόλως περιορίστηκε.
Ο όγκος της εργασίας των εναπομεινάντων υπαλλήλων δε μειώθηκε ανά "υπόθεση". Έχοντας περικοπεί το εισόδημα των υπαλλήλων και το πλήθος τους ανά τμήμα, χωρίς την αντίστοιχη ανακατανομή αρμοδιοτήτων και γραφειοκρατικών αγκυλώσεων (δικαιολογητικά-σφραγίδες-υπογραφές), το αποτέλεσμα είναι το αυτό. Αντιπαραγωγικό-γραφειοκρατικό δημόσιο με αγενείς -αν όχι επιθετικούς- υπαλλήλους. Οι εξαιρέσεις (ευγενείας και εργατικότητος) απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα

Τα οριζόντια μέτρα περικοπής μισθών-συντάξεων-παροχών και η υπερφορολόγηση ήταν το μόνο που στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να κάνουν οι ανίκανοι και κατώτεροι των περιστάσεων πολιτικοί μας ηγέτες. Το σύνολο αυτών με κυβερνητική προϋπηρεσία, ή έχει θητεύσει με "επιτυχία" κάτω από το μοντέλο "όλοι θα πάρετε ότι ζητάτε", ή είναι άπειροι περι το κυβερνείν, αλλά η "σημαία" τους είναι ίδια με αυτών που κυβέρνησαν. 
Επι 10ετίες, το μοντέλο του κράτους βασιζόταν στη φιλοσοφία των οριζόντιων μέτρων. Και εξηγούμαι:
  • Όλοι, θα έπαιρναν αύξηση ανεξαρτήτως της συμβολής τους.
  • Όλοι, θα προάγονταν στον επόμενο βαθμό λες και είναι στρατιωτικοί.
  • Όλοι, επιβραβεύονταν γιατί μας έκαναν την τιμή να πηγαίνουν έγκαιρα στη δουλειά τους.
  • Όλοι, έκλεβαν ασύστολα το κράτος (δηλαδή όλους εμάς) με ότι κινητό αναλώσιμο υπήρχε στην υπηρεσία τους. (γραφική ύλη, βενζίνες, ανταλλακτικά, φάρμακα κλπ)
  • Όλοι, έβγαιναν στη σύνταξη και έπαιρναν εφ άπαξ έτσι για να τους ευχαριστήσουμε για τη "σκληρή δουλειά".



Τώρα ήρθε η ώρα, αυτό το "όλοι" να το πληρώσουμε όλοι. Γιατί εμείς δεν κάναμε τίποτα για να το αποτρέψουμε. Το εκκρεμές, όταν ταλαντώνεται έχει δύο άκρες στην κίνηση της ταλάντωσής του. Τώρα, κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της τελευταίας 40ετίας. Δε μπορούμε να το σταματήσουμε. Δε μπορούμε να το αποφύγουμε.

Με οριζόντια μέτρα δεχθήκαμε την καταστροφή του πλούτου και του αξιακού υπόβαθρου αυτής της χώρας-με οριζόντια μέτρα θα τα επανακτήσουμε. Τουλάχιστον μέχρι οι πολιτικοί μας ταγοί να αρχίσουν να σκέπτονται με γνώμονα το προφανές και όχι την κομματική τους πελατεία.


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας: Πλάκα κάνουμε;

Δ.Ε.Κ.Ο.: Οι επιχειρήσεις που στην Ελλάδα του 21ου αιώνα δε δικαιολογούν καμμία έννοια από τα αρχικά τους. Και εξηγούμαι:

Δημόσιες: Λέγονται έτσι επειδή το κράτος είτε απ' ευθείας είτε μέσω άλλων ελεγχόμενων από αυτό φορέων κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών των εταιριών αυτών και ασκεί και το managment. Το πρόβλημα είναι ότι -όπως σε ότι έκανε η πρασινομπλέ θύελλα που πέρασε τη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια- οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν για ίδιον πολιτικό και στενό οικονομικό όφελος των εκάστοτε πρωθυπουργών, αρμοδίων -κα μή- υπουργών, εγκάθετων και εν πολλοίς άσχετων διοικητών, συνδυκαλιστοσυμμοριτών και απαθών, ασχέτων και εν πολλοίς προβληματικών υπαλλήλων.

Επιχειρήσεις: Η έννοια της επιχείρησης -ιδιωτικής ή δημόσιας- περικλύει τη συντονισμένη εκμετάλλευση πόρων για την εξυπηρέτηση του σκοπού της επιχείρησης με απώτερο συγκεκριμένο κοιωνικο-οικονομικού αποτελέσμα. Το πόσο κοινωνικό ή οικονομικό θα είναι το αποτέλεσμα είναι θέμα του business plan και των προτεραιοτήτων που θέτει ο σχεδιάζων το επιχειρηματικό πλάνο.
Στην  περίπτωση των ΔΕΚΟ, όπως αυτές είναι σήμερα, το business plan δεν έγινε ποτέ, ενώ το πόσο θα κοστίζει στο κοινωνικό σύνολο μια υπηρεσία που θα πωλείται σε χαμηλότερη τιμή από αυτή του κόστους στους απ'ευθείας χρήστες της, υπήρξε παγερά αδιάφορο τους εκάστοτε ιθύνοντες.

Κοινής: Είναι αλήθεια ότι, εν πολλοίς, έχει επιτευχθεί το να έχουμε παντού ή σχεδόν παντού τηλέφωνο, ρεύμα, συγκοινωνία. Κατ΄αυτή την έννοια το "Κ" εξυπηρετείται. Όμως αυτό είναι το ζητούμενο μόνο. Δε θα πρέπει να εξετάσουμε το πόσο χαμηλό είναι αυτό το επίπεδο της "κοινής" υπηρεσίας ή υποδομής;

Ωφέλειας: Πόσο ωφέλιμη είναι μια υπηρεσία όταν δεν είναι καλά σχεδιασμένη, δεν εξυπηρετεί πραγματικά το λήπτη της, τον υποβάλλει σε ιδεοληπτικές γραφειοκρατικές διαδικασίες και εν τέλει κοστίζει πολλαπλάσια από μια αντίστοιχη υπηρεσία ενός αντίστοιχου δημόσιου παρόχου στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. (δε μπαίνω στον πειρασμό να συγκρίνω την ποιότητα της υπηρεσίας με ένα αντίστοιχο ιδιωτικό "σχήμα")

Οι συνδικαλιστοπατέρες κραζουν εκ των τηλεοπτικών παραθύρων να μή γίνει "ρευστοποίηση" της δημόσιας περιουσίας. Αν εννοούν να μην αλλάξει τίποτα και να παραμείνουν όλοι οι αργόσχολοι στις θέσεις τους Δ Ι Α Φ  Ω Ν Ω απόλυτα. Αυτοί είναι που κατέστησαν τη δημόσια περουσία στην απαξία. Αν έκαναν τη δουλειά τους, αν τους ένοιαζε έστω και κατα το ελάχιστο να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία, θα 'χαν κάνει έστω και μια στάση εργασίας αρνούμενοι νέες προσλήψεις

Το γεγονός ότι αντίστοιχα κρατικές εταιρίες ΔΕΚΟ της Εσπερίας αποτελούν πρότυπα υπηρεσιών προς τους πολίτες καταδεικνύει με τον πιό εκκωφαντικό τρόπο ότι η ορθολογική λειτουργία μιας ΔΕΚΟ είναι ρεαλιστική και εφαρμόσιμη και ότι δεν "κυνηγάμε μάγισσες". Άρα δύο εναλλακτικές υπάρχουν. Ή αναγνωρίζουμε την ανεπάρκειά μας ως κοινωνίας να επιλέξουμε άξιους πολιτικούς που θα αναλάβουν το τιτάνιο έργο του εξορθολογισμού οπότε τα πουλάμε όλα σε ιδιώτες να τελειώνουμε, ή βάζουμε κάτω -ως κοινωνία- τον "απ' αυτό μας" και το υλοποιούμε. ΣΗΜΕΡΑ.

Όλα τα άλλα είναι ιδεοληψίες και αντιπαραγωγικά πρότυπα που μας έφεραν ως εδώ.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Αντικειμενική...βλακεία!

Αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, θα βρούμε τη ρίζα του κακού που σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνία-οικονομία-κράτος.

Στη χώρα μας η χρησικτησία πρώτης (καμιά φορά και δεύτερης και τρίτης) κατοικίας είναι -και αυτή- μια περίεργη πραγματικότητα συγκρινόμενη με τα τεκταινόμενα στον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε καθως πρέπει γονιός, έπρεπε να προικίσει τα παιδιά του με το δικό τους κεραμίδι. Από 10ετιών, αυτό το "δικό μου κεραμίδι", στοίχειωνε τη ζωή και τη σκέψη, κάθε Έλληνα.

Η οικοδομή -ως indystry- ανταποκρινόμενη σε αυτή την "ανάγκη" της Ελληνικής κοινωνίας, αποτελούσε σταθερά τη βασικότερη κινητήριο δύναμη ανάπτυξης της οικονομίας μας. Διότι το σπίτι, εκτός από τούβλα και τσιμέντο, έχει εργασία(ΙΚΑ), έπιπλα, κουζίνες, νεροχύτες, κουρτίνες, καναπέδες, καλοριφέρ, πετρέλαιο και ότι μπορεί να φανταστεί ο νούς τ' ανθρώπου.

Και όλη αυτή η δραστηριότητα είχε (είχε;) φόρους. Άρα έσοδα για το κράτος. Άλλα πόσα; Δε είναι της παρούσης να ασχοληθώ με τα παράνομα κτίσματα. Θα ήθελα να περιοριστώ στα νόμιμα. Στις εκατομμύρια κατοικίες που δομήθηκαν και πουλήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε όλη τη χώρα, είτε ως αποτέλεσμα αντιπαροχής είτε ως αυτόνομη και αυτοχρηματοδοτούμενη δόμηση και αγορά.

Μετά τη δόμηση, το σπίτι "έβρισκε" τον αγοραστή του. Και αυτός ο αγοραστής, πλήρωνε τον πωλητή Χ εκατομμύρια δραχμές ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να το αποκτήσει. Και συνέτασαν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό για να λάβει η πράξη του νόμιμη υπόσταση. Και το συμφωνητικό αυτό κατατίθετο στην οικεία εφορία. Μόνο που η τιμή που αναγραφόταν στο συμβόλαιο ήταν -συνήθως- γύρω στο 1/4 της πραγματικής αξίας τςη συναλλαγής, ώστε ο μέν αγοραστής να μην κληθεί να αποδείξει που βρήκε όλα αυτά τα λεφτά, ο δε πωλητής να μη φορολογηθεί για αυτή την αξία στα εισοδήματά του. Μάλιστα, είχε μπεί στο σύστημα και η τραπεζική λειτουργία και τα πιστωτικά ιδρύματα, έδιναν επιπλέον δάνεια (πέραν της αντικειμενικής αξίας) δήθεν ως επισκευαστικά.

Μετά από 10-15 χρόνια, όταν αυτό άρχισε να γίνεται εξοργιστικό (έφτανε να δηλώνεται το 10% των αξιών), "ήρθε" ο νομοθέτης και όρισε μια αντικειμενική αξία ανα περιοχή και ανα τετραγωνικό μέτρο, κάτω από την οποία, τα συμφωνητικά δεν γίνονταν δεκτά. Και επι της αντικειμενικής καταβάλετο ο φόρος και βάση αυτής υπολογιζόταν και ο όποιος φόρος κατοχής.
Προϊόντος του χρόνου, η απόκλιση μεταξύ αντικειμενικής και εμπορικής αξίας άρχισε να συγκλίνει και φτάσαμε να "πανηγυρίζουμε" την κατά -μόλις- 25% απόκλιση των δύο τιμών.
Σήμερα, μετά από 4χρόνια ύφεσης, τα πράγματα έχουν "τουμπάρει". Και η αγορά "βογγάει" κάτω από το αβάσταχτο βάρος των αντικειμενικών αξιών οι οποίες πλέον αποτελούν τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία της αγοράς κατοικίας -και όχι μόνο.

Όταν επι 60-70 χρόνια ο μέσος Έλληνας πολίτης που έχτισε, πούλησε και αγόρασε σπίτι καταλήστευε τη χώρα του, με την ψευδή δήλωση αξίας του ακινήτου του, για να φτάσει να κλαίει τώρα γιατί η χώρα του δεν έχει να του δώσει γιατρό και δάσκαλο, λυπάμαι...αλλά δε θα τον λυπηθώ. Και δε θα τον λυπηθεί και ο δανειστής της χώρας του. Και αυτό δεν καθιστά τον δανειστή τοκογλύφο. Ούτε αλήτη. Απλά επιβεβαιώνεται για ακόμα μια φορά, ότι όποιο θέμα κι αν αγγίξουμε, θα λερωθούμε με τόση βρώμα που δε θα μας καθαρίζει τίποτα. Αυτή είναι η πατρίδα μας. Αυτοί είμαστε εμείς.

Η συζήτηση για τις στρεβλές αντικειμενικές αξίες  είναι υποκριτική. Όπως και οι περισσότερες συζητήσεις που γίνονται σε αυτή το κράτος, από αυτούς τους απίθανους "πολίτες", "πολιτικούς", και Μέσα Μαζικής "Ενημέρωσης".

Η λύση είναι η απόλυτη κατάργηση της έννοιας της αντικειμενικής αξίας ως μέρος μιας συνολικής αναδιάρθρωσης της φορολογικής λογικής, η οποία θα εξασφαλίσει εισοδήματα στο κράτος και αίσθημα δικαιοσύνης στους πολίτες. Η νομοθέτηση ενός και μόνου φορολογικού συντελεστή για όλους τους Έλληνες πολίτες,  στο ποσό που προκύπτει από "έσοδα" μείον "έξοδα" είναι η μόνη λύση για την κατάργηση της πολυνομίας και της αστάθειας στο φορολογικό σύστημα.

Αλλά δυστυχώς, ούτε αυτό είναι εφικτό στη χώρα της αντικειμενικής βλακείας.




Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Φορολογικά Έσοδα: Ή πόσο κοστίζει το "μηδέν" που μας προσφέρουν!!!

Την τελευταία εβδομάδα αναπτύσσεται μια διελκινστίδα στο εσωτερικό της Κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας μια συζήτηση για το κατά πόσον οι Έλληνες πολίτες είναι υπερφορολογημένοι.

Η δική μου εκτίμηση είναι ότι όλη αυτή η φασαρία, είναι κενή περιεχομένου. Γιατί γίνεται για "ένα πουκάμισο αδειανό" που λέει και ο ποιητής. Έρχεται η κυβέρνηση και συγκρίνει τους δείκτες φορολόγησης με των άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού χώρου. Έρχεται η αντιπολίτευση και λέει ότι η φορολογική πολιτική είναι εξοντωτική και πρέπει να "τα πάρει" από τους έχοντες. Έρχεται μελέτη του ΙΟΒΕ και του Ελληνοβρετανικού Επιμελητηρίου και επισημαίνει ότι το 70% των φορολογικών εσόδων το δίνει το 8% των εργαζομένων.
Όλοι έχουν δίκιο. Όλων τα στοιχεία είναι αξιόπιστα και όλων τα επιχειρήματα είναι ισχυρά. Στην ουσία όμως, κανείς δεν αγγίζει το κρίσιμο θέμα. Δεν έχει απαντηθεί ουσιαστικά και με κυνισμό που αρμόζει σε μια κοινωνία σε βαθιά ανθρωπιστική κρίση, για το τί αντιπροσωπεύει -ή θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει- η φορολογία για ένα κοινωνικό υποκείμενο, όπως το κράτος. Γιατί χρειάζεται τα χρήματα το κράτος  και από ποιούς θα τα πάρει;

Ας το πάρουμε λοιπόν απ' την αρχή: Τα φορολογικά έσοδα είναι η πηγή εσόδων του κράτους απαραίτητα για τη λειτουργία του: Ποιά είναι τα κέντρα κόστους που πρέπει να καλυφθούν; Παιδεία υγεία, ασφάλεια, άμυνα, διοικητική μέριμνα(μισθοί, ενοίκια, ΔΕΚΟ) λοιπές κρατικές λειτουργίες.

Υπάρχει κάτι που να μην έχει κακοφορμίσει από τα προαναφερόμενα; Υπάρχει κάποιο που να μην έχει εξαφανιστεί υπο το βάρος της χρεοκοπίας. Υπάρχει κάτι που οι αντίστοιχη ιδιωτική δαπάνη δε μεγαλώνει μέρα-μέρα; Να δούμε τί παίρνουμε για αυτά που δίνουμε; Να πάρουμε ένα παράδειγμα από τους προαναφερόμενους τομείς; Το ίδιο ισχύει σε όλο το εύρος των υποχρεώσεων του κράτους.

Δωρεάν Παιδεία είναι το ποίο σύντομο ανέκδοτο εδώ και 10ετίες. Από τον βρεφονηπιακό σταθμό και το νηπιαγωγείο -αφού είναι απαραίτητο να εργάζονται και οι δύο για να "βγούν πέρα"- τα Αγγλικά στη β'Δημοτικού -γιατί αν αφήσεις τη κατάκτηση της Αγγλικής στην "Αγγλικού" του σχολείου θα τελείωσες το λύκειο και δε θα μπορείς να ζητήσεις ένα ποτήρι νερό αν σε βγάλει ο δρόμος σου σε μια ξένη χώρα. Αν δε, έχεις και καλλιτεχνικές ή αθλητικές ανησυχίες καλό θα είναι να έχεις προετοιμάσει ένα 100άρι τον μήνα επιπλέον. Και όταν θα έρθει η ώρα να "φορτσάρεις" για την εισαγωγή σε ΑΕΙ, φορτσάρει όλη η οικογένεια. Ο φροντιστής σου κοστίζει ένα νοίκι το μήνα. Γιατί απλά η δομημένη εκπαιδευτική διαδικασία είναι ανύπαρκτη. Αν έχεις την ατυχία να περάσεις σε μια άλλη πόλη, πρέπει να είσαι ρακένδυτος για να διεκδικήσεις τη διαμονή σε άθλιες φοιτητικές εστίες-αποθήκες-αχούρια. Αλλιώς θα πρέπει να πληρώνεις ένα ακόμα σπίτι που στο 1/4 των μηνών που θα το πληρώνεις, όλο και κάποιος εκκολλαπτώμενος Τσίπρας θα σου κλείσει τη σχολή με κατάληψη για να "γράψει" κομματικές επιτυχίες ή κάποιος Πελεγκρινίδης θα είναι -και αυτός- κατώτερος των περιστάσεων και η σχολή δε θα λειτουργεί.

Για όλη αυτή τη διαδρομή, στον Ευρωπαϊκό πολιτισμένο κόσμο της Εσπερίας, ο εκάστοτε πατέρας, πληρώνει "ψίχουλα". Ενώ εσύ έχοντας πληρώσει το φόρο που σου αναλογεί, παίρνεις ψίχουλα.
Η συζήτηση λοιπόν, για το αν οι Ελληνικοί φορολογικοί συντελεστές είναι υψηλοί, είναι προσβλητική της νοημοσύνης μου. Ας ήσαν διπλάσιοι. Ας ήσαν "Σουηδικοί". Μπορούσα να έχω παιδεία; Και αφού δε μπορώ να έχω και 10% να είναι η φορολογία, πολύ δεν είναι; Πόσο δηλαδή αξίζει το μηδέν που μας προσφέρουν;
Οι λαοί της Ευρώπης, βλέπουν-ζούν-απολαμβάνουν στην καθημερινότητά τους την οφέλεια από την φοροδοτική τους ικανότητα. Στην Ελλάδα, η πληρωμή φόρων αποτελεί τεκμήριο βλακείας, ή ανικανότητας αποφυγής τους. Και αυτό συνέβαινε πολλά-πολλά χρόνια πρίν την κρίση.

Ας αναζητήσουμε τώρα το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Γιατί οι πολιτικοί δέχονται να προσυπογράφουν την διάλυση του κράτους πρόνοιας; Τί σκέπτονται και επιλέγουν την κατάργηση κάθε κοινωνικής πρόνοιας; Γιατί δείχνουν να αντιλαμβάνονται τς κοινωνικές παροχές ως αντικείμενο προς περικοπή και όχι ως εργαλείο κοινωνικού εξισορροπιστή.
Η απάντηση είναι απλή. Αφήνοντας στο απυρόβλητο το αναποτελεσματικό-αντιπαραγωγικό και εχθρικό προς τον πολίτη κράτος καθώς και τους λειτουργούς του, δεν περισσεύει χρήμα για όλα τα άλλα. Σε αυτά τα άλλα είναι η παιδεία,  η υγεία, η άμυνα, η δημόσια ασφάλεια κλπ.

Οι φορολογικοί συντελεστές συγκρινόμενοι με το αποτύπωμά τους στην κοινωνία είναι εξαντλητικοί. Οποιαδήποτε σύγκριση αυτών των δεικτών με τους αντίστοιχους άλλων χωρών ειναι εκ του πονηρού. Οδηγεί τη συζήτηση σε λάθος μονοπάτι.

Η φορολογική δικαιοσύνη, είναι -λένε- η ύψιστη μορφή κρατικής δικαιοσύνης. Μη την αναζητήσετε στην Ελλάδα. Η τελευταία φορά που αυτό έγινε, δεν υπήρχε το Νεοελληνικό κράτος. Πρέπει να πάμε 2.300 πρίν.  

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Η βουλευτική αποζημίωση. Ούτε βουλευτική, ούτε αποζημίωση.

Εδώ και μερικές μέρες, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης και για το κατά πόσον αυτή είναι δίκαιη. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας τοποθετείται στο θέμα με αρκετό θυμό με αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία της συζήτησης που θα έπρεπε να ανοίξει.

Στη συζήτηση αυτή, το ρόλο του φιτιλιού παίζουν –για πολλοστή φορά- με εξαιρετική επάρκεια τα ΜΜΕ. Ηλεκτρονικά, έντυπα και ψηφιακά. Ο τρόπος κάλυψης τους θέματος γίνεται –στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων- με «γηπεδικούς» όρους. Με κατάληξη, η κοινωνία να οδηγείται σε «γηπεδικές» συμπεριφορές.

Θα ήθελα να αποπειραθώ μια ψύχραιμη προσπάθεια προσέγγισης του θέματος.

Ετυμολογικά η «αποζημίωση»  αφορά το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά από τον υπαίτιο ή αφορά στην υλική ή ηθική ανταμοιβή που κερδίζει κάποιος για τους κόπους του και την προσφορά του.
Στην πρώτη περίπτωση της ετυμολογίας δεν εμπίπτουν οι βουλευτές.
Στη δεύτερη –και χωρίς ίχνος απόπειρας αξιολόγησης του έργου και της προσφοράς τους, που δεν είναι αντικείμενο της παρούσης- γεννώνται δύο ερωτήματα:
  • Πρώτον, η προσφορά και η συμμετοχή τους στα κοινά δεν ήρθε ως αποτέλεσμα κάποιου πειθαναγκασμού από την κοινωνία, αλλά αποτελεί προσωπική επιλογή ενός εκάστου. Άρα η αποζημίωση δεν μπορεί να έχει  μορφή και χαρακτήρα μόνιμο, αλλά θα έπρεπε να  προκύπτει από την αναγνώριση της κοινωνίας στο πρόσωπο του βουλευτή και θα έπρεπε να συναρτάται με την «προσφορά» σε αυτήν. Άρα δε έπρεπε όλοι οι βουλευτές να «αποζημιώνονται» με τον ίδιο τρόπο, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση η συμβολή τους στο κοινωνικό σύνολο δεν είναι η ίδια για όλους.
  • Δεύτερον, ακόμα και αν είχε μόνιμο χαρακτήρα, θα έπρεπε να συναρτάται από την εκάστοτε δυνατότητα του «ευεργετιθέντος» κοινωνικού συνόλου προς το σώμα των βουλευτών. Δηλαδή, μια πλούσια κοινωνία θα μπορούσε να «αποζημιώνει» τους αντιπροσώπους της με άλλο επίπεδο παροχών από μια άλλη κοινωνία χαμηλότερων δυνατοτήτων.  



Ειδικότερα η «βουλευτική αποζημίωση» ονομάστηκε έτσι γιατί έπρεπε να αποζημιώνονται καθώς η απομάκρυνση από την μόνιμη εργασία τους, τους έπληττε οικονομικά. Μετά την άρση του ασυμβίβαστου των βουλευτών το 2008 όπως αποφάσισε η Αναθεωρητική Βουλή, καταπίπτει η υποχρέωση να μην έχουν άλλες δραστηριότητες προσπορισμού. Εδώ γεννώνται δύο ερωτήματα:
  • Πρώτον, Πώς θα «αποζημιώνονται» όσοι είναι «παιδιά του κομματικού σωλήνα» και δεν έχουν ασκήσει ποτέ τους βιοποριστικό επάγγελμα και
  • Δεύτερον, τι θα γίνει με αυτούς τους αντιπροσώπους που λόγω της πολιτικής στους ιδιότητας και θέσης (π.χ. υπουργοί) δεν έχουν οποιαδήποτε δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν στο επάγγελμά τους για να έχουν πόρους.



Πολιτικά, η αποζημίωση έχει το χαρακτήρα της αποδέσμευσης του πολιτικού προσωπικού από πειρασμούς που μπορεί να προκύψουν από την αναγκαστική του συμπόρευση με οικονομικά, δημοσιογραφικά, συντεχνιακά και άλλα συμφέροντα. Θεσπίσθηκε για να προασπίσει τη λειτουργία της δημοκρατίας και για να θωρακίσει με οικονομικούς πόρους, την ακεραιότητας της γνώμης του αντιπροσώπου του εκλεκτορικού σώματος. Και εδώ γεννώνται δύο ερωτήματα:
  • Πρώτον, πώς μπορεί να εξασφαλιστεί αυτή η στεγανότητα αντιμετώπισης του φαινομένου της διάχυσης συμφερόντων μεταξύ των προαναφερόμενων χώρων και των πολιτευτών, αφ ής στιγμής οι περισσότεροι βουλευτές εκλέγονται με τη χορηγική στήριξη επιφανών οικονομικών παραγόντων και
  • Δεύτερον, τι άλλο μπορεί να γίνει-πέρα και εκτός της «αποζημίωσης»- για να περιοριστούν οι «σειρήνες» του κέρδους με ταπεινά ελατήρια.



Ιχνηλατώντας τα ερωτήματα που τίθενται για την βουλευτική αποζημίωση, νομοτελειακά βρισκόμαστε απέναντι σε πολλαπλά πολιτικά ερωτήματα που απλά είχαν ως αφετηρία και αφορμή το ερώτημα για το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης.

Δηλαδή, ως κοινωνία πρέπει να απαντήσουμε σε θεμελιώδη ερωτήματα όπως ας πούμε:
  • 1.       Αν θα πρέπει να συνδέσουμε το ύψος της «αποζημίωσης» με το αποτέλεσμα που παρήγαγε ένας πολιτικός στο πέρασμά του από τη βουλή.
  • 2.       Αν θα πρέπει να το συνδέσουμε με τον παραγόμενο πλούτο ή με κάποιο δείκτη οικονομικής ευρωστίας του κράτους. Αν δηλαδή θα πούμε ότι η βουλευτική αποζημίωση θα είναι Χ φορές ο κατώτερος μισθός που εκάστοτε ισχύει.
  • 3.       Αν θα συνεχίσουμε να έχουμε επαγγελματίες πολιτικούς, ή θα δημιουργήσουμε προϋποθέσεις φυσικής αντικατάστασης του πολιτικού προσωπικού. Αν δηλαδή θα ορίσουμε συνταγματικά ότι κάθε πολίτης θα μπορεί να ασχολείται με τα κοινά σε εθνικό επίπεδο έως 10χρόνια στο σύνολο της βιολογικής ζωής του. Και όταν αναφέρομαι σε εθνικό επίπεδο, εννοώ, υπουργούς, βουλευτές, διοικητές ΔΕΚΟ, περιφερειάρχες κλπ.
  • 4.       Αν θα πρέπει η αποζημίωση να συνδέεται με την προ πολιτικής δραστηριότητας του πολιτικού οικονομική του επιφάνεια (π.χ. να συμφωνήσουμε ότι θα εισπράττουν Χ φορές τα ετήσια εισοδήματα τους, της τελευταίας 5ετίας πριν την εκλογή τους).
  • 5.       Αν θα συμφωνήσουμε ότι το σύνολο των λοιπών πολιτικών τους εξόδων θα αναληφθεί από το κράτος ή όχι.
  • 6.       Αν η εκλογή των 300 (ή 200) αντιπροσώπων μας θα προκύπτει από κομματική λίστα ή από λαϊκή εντολή ή αν και τα δύο οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που ζούμε σήμερα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οπότε οδηγούμαστε στην ανάγκη να βρούμε άλλον τρόπο εκλογής των μελών του νομοθετικού σώματος μέσα από μορφές αμεσότερης δημοκρατικής αντιπροσώπευσης.


Είναι πρόδηλο ότι μέσα από τα ερωτήματα που θέτω και τις διαζευκτικές απαντήσεις σε αυτά, προτείνω την ατζέντα συζήτησης για το μέλλον της πολιτικής στη χώρα μας. Όχι μέσα από την αποδόμησή της αλλά από την ενίσχυση του ρόλου της. Από την ανανέωσή της, τη σύνδεσή της με την κοινωνία σε επίπεδο αναγκών και οικονομικών δυνατοτήτων της.

Προφανώς δεν ανακαλύπτω τον τροχό. Δεν είμαι ο πρώτος που ασχολείται με το θέμα. Η εκτίμησή μου είναι ότι όσο «σαλαμοποιούμε» τη «μεγάλη εικόνα» και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε περιπτωσιολογικά κάθε πρόβλημα, τόσο αγνοούμε ότι το σύνολο της κοινωνίας «καρκινοβατεί» ενώ εμείς πανηγυρίζουμε για την ίαση του «κρυολογήματος».

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

1823-2013: 190 χρόνια εμφύλιος πόλεμος!!!

Πολιτισμός –λένε- παράγεται από έναν λαό όταν αυτός είναι εγκατεστημένος, δεν είναι σε διωγμό και δεν είναι σε πόλεμο. Προφανώς, δε μπορείς να παράγεις πολιτισμό όταν είσαι «τσιγγάνος». Όταν μετακινείσαι δε μπορείς να γίνεις μέρος του περιβάλλοντος σου και συνεπώς λίγα πράγματα μπορείς να κάνεις για να το επηρεάσεις. Αντίστοιχα, προφανώς δε μπορεί να παράγει πολιτισμό ένας λαός σε διωγμό όταν το πρώτο που καλείται να υπερασπιστεί είναι η υπόστασή του από τον διώκτη του. Τέλος, όταν είσαι με πόλεμο, όλες οι παραγωγικές δυνάμεις και η φαιά ουσία «κατευθύνεται» στο πώς θα καταστρέψεις τον αντίπαλο και όχι πώς θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος.

Όσο περνούν τα χρόνια, αυτό το τελευταίο για την «εμπόλεμη κατάσταση» μου τριβελίζει το μυαλό.
Ποια είναι η σχέση του Έλληνα με την εμφυλιοπολεμική πρακτική και συμπεριφορά; Από μικρός θυμάμαι τις ιστορίες με τον «γάιδαρο» και τον «μουσουλμάνο». Στην πρώτη περίπτωση, αυτό που ενόχλησε ήταν το γεγονός ότι ο «άλλος» Έλληνας είχε γάϊδαρο, ενώ ο ήρωάς μας, όχι. Και έπρεπε να τιμωρηθεί, με το να του ψοφήσει ο γάϊδαρος. Στη δεύτερη ιστορία, όσο κι αν προσπαθούσε ο Τούρκος να «βάλει κάτω» τον Έλληνα δεν τα κατάφερνε. Μόλις οι Έλληνες που τον πάλευαν έγιναν δύο, η νίκη του ήταν σίγουρη. Άφησε τη διχόνοια να κάνει τη δουλειά της.

Είμαστε ένας λαός, που ο «εμφύλιος πόλεμος» είναι στην καθημερινότητά μας: Στην ουρά στο φαρμακείο, στο φανάρι, στο πλατφόρμα πρίν την επιβίβαση στο τραίνο, στο... στο… στο..!
Μεγαλώνοντας και μελετώντας ιστορία έμαθα ότι ο πρώτος εμφύλιος μετά την επανάσταση του 1821, ήταν το ’23 και ο δεύτερος το ’24. Και να φανταστεί κανείς, ότι ακόμα δεν υπήρχε επίσημο Ελληνικό κράτος. Με αιτία, τα οφίκια. Τη μάσα. Την κουτάλα. Κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ο «μουλωχτός» εμφύλιος, μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΔΕΣ-ΕΛΑΣ), για το ποιος είναι πιο πατριώτης και ποιος σκοτώνει καλύτερα του Γερμανούς κατακτητές. Και βέβαια ήταν η αρχή του κανονικού εμφυλίου, που αποτελείωσε τη χώρα.

Εν τω μεταξύ είχαν γίνει άλλοι «μουλωχτοί» εμφύλιοι που ξεπερνούσαν κατά πολύ την πολιτισμένη πολιτική αντιπαράθεση και έφταναν ακόμα και στην ανοικτή δίωξη και γιατί όχι, στη φυσική εξόντωση του αντιπάλου. Η διάχυση αυτή της έχθρας στο πόπολο ήταν μαεστρικά μεθοδευμένη από το πολιτικό προσωπικό, ώστε ο αντίπαλος να θεωρείτε μίασμα, αν όχι και εχθρός του κράτους και του λαού. Ιδού μερικά παραδείγματα αυτών των δίπολων:
  • Καποδίστριας-Δηληγιάννηδες
  • Τρικούπης-Δηλιγιάννης
  • Βενιζελικοί-Αντιβενιζελικοί
  • Πρόσφυγες-Ελλαδίτες
  • Μεταξικοί-Κομμουνιστές
  • ΕΔΕΣ-ΕΛΑΣ
  • ΕΛΑΣ-Γερμανοτοσλιάδες
  • Μικρό διάλλειμα για τον κανονικό εμφύλιο.
  • Πατριώτες-Κομμουνιστές
  • Ένωση Κέντρου-Παλάτι
  • Καραμανλής -Παπανδρέου
  •  Εθνοσωτήριος-Κομμουνιστικός κίνδυνος
  • Δεξιά-Αριστερά
  • Παπανδρέου-Μητσοτάκης
  • Δραχμή-Ευρώ
  • Μνημονιακοί-Αντιμνημονιακοί

Αδιαλείπτως και από ιδρύσεως, το «χαράκωμα» που χωρίζει τους Έλληνες σε μιάσματα και πατριώτες είναι εδώ και επηρεάζει τις τύχες μας. Αυτή η εμμονική -και άξια ψυχαναλυτικής ανάλυσης έχθρα μεταξύ μας- κατευθύνει όλη μας την ενέργεια στην καταστροφή του «άλλου». Λίγο μας νοιάζει αν αυτός ο άλλος είναι καλύτερος από εμάς –και ενίοτε χρησιμότερος. Το σημαντικό είναι να τον καταστρέψουμε. Να προβληθούμε μέσα από την αποδόμησή του. Όχι από τη δική μας αξιοσύνη.

Η αγαπημένη μου στήλη στο «Κ» της Κυριακάτικης Καθημερινής, είναι αυτή που λαμβάνει συνεντεύξεις Ελλήνων της διασποράς, που μεγαλουργούν στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Που καταλήγουν όλοι; Στο ότι τα κράτη της Εσπερίας, παρέχουν στους συμπατριώτες μας τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την πρόοδο. Που δεν είναι άλλη από την αξιοκρατία. Αυτή η αξία, είναι η βασικότερη κοινωνική παράμετρος λειτουργίας ενός ευνομούμενου κράτους δικαιοσύνης και του συνεπακόλουθου αισθήματος ασφάλειας που αυτή τροφοδοτεί στον κοινωνικό ιστό.

Στη δική μας κοινωνία, η χαρά του διπλανού είναι αφορμή για την εκδήλωση των ταπεινότερων αισθημάτων. Κανένας δεν έχει πιάσει μια δουλειά γιατί το άξιζε. Όλοι είναι «γλύφτες», έχουν «γνωστό», έχουν «ωραίο μπούστο», τους «κάθονται». Το 2σέλιδο βιογραφικό σπάνια ο λόγος της πρόσληψης. Και όταν υπάρχουν αναφορές σε αυτό, τότε «ο Γιαννάκης μου έχει μεγαλύτερο βιογραφικό-γιατί δεν έχει δουλειά;»
Έτσι, και αφού αυτές είναι οι παραδοχές της επιτυχίας του άλλου, αυτές τις αξίες παλεύουμε να προσθέσουμε στο βιογραφικό μας. Οι τακτικές που χρησιμοποιούμε για την επίτευξη του στόχου είναι το γλύψιμο, ο γνωστός και η προκλητική εμφάνιση. Με αποτέλεσμα η ανακύκλωση της αναξιοκρατίας να αποδομεί το αίσθημα δικαιοσύνης και ο κύκλος της αναξιοπρέπειας καθίσταται ο καμβάς πάνω στον οποίο λειτουργεί η κοινωνία, οι επιχειρήσεις, το κράτος.

Είναι παρανοϊκό. Είναι Ελληνικό. Είναι ο διαρκής, άτυπος, υποβόσκων εμφύλιος πόλεμος.
Εκεί πρέπει να ρίξουμε την προσοχή μας. Αυτό το "καρκινικό" χαρακτηριστικό της εθνικής διχόνοιας πρέπει να σταματήσει. Αυτό ρουφάει κάθε ικμάδα τους Έθνους. 

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Social Media: Η εκτέλεση μιας νέας αγοράς από τα ίδια της τα «παιδιά», για εφήμερα κέρδη.

Εδώ και πολύ καιρό βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «τσουνάμι» σεμιναρίων για την εκπαίδευση επαγγελματιών στην ορθή χρήση και τις τεχνικές στο περιβάλλον των social media.
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η τακτική των «εκπαιδευτών» είναι δυναμίτης στα θεμέλια της ίδιας της δουλειάς τους. Δημιουργούν, ιδία βουλήσει, τις προϋποθέσεις αποδόμησης της αγοράς-στόχος τους.

Η επικοινωνία στα social media δεν έχει τίποτα διαφορετικό από την επικοινωνία στα άλλα μέσα επικοινωνίας. Ο βαθμός, η ένταση και η έκταση χρήσης τους, εντάσσεται ή όχι στη συνολική επικοινωνία της μάρκας, ανάλογα με τους στόχους της επικοινωνίας. Οι βασικές αρχές που διέπουν τη αξιολόγηση της χρηστικότητας του μέσου, δε μπορεί και δεν πρέπει να εκφεύγουν από τις αυτές που χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για όλα τα άλλα μέσα. Οι τακτικές διαφέρουν, αλλά ούτε αυτό είναι νέο για την επικοινωνία. Για να μην ξεχνιόμαστε, αυτά που κανείς επιδιώκει με μια ολοσέλιδη καταχώρηση σε κυριακάτικη εφημερίδα, απέχει παρασάγγας από τις προσδοκίες που έχει από τη χορηγία σε έναν μουσικό ραδιοφωνικό σταθμό.

Τα σεμινάρια social media που απευθύνονται σε στελέχη επιχειρήσεων και όχι σε επαγγελματίες της επικοινωνίας, δημιουργούν τάξεις ημιμαθών που ως γνωστόν, είναι ότι χειρότερο μπορεί να τύχει στους ίδιους και τους συνεργάτες τους. Και αυτό διότι ως μη διαφημιστές δε μπορούν να χειρίζονται ένα διαφημιστικό μέσο. Είναι τόσο απλό. Για να το θέσω στις διαστάσεις του, όπως εγώ τις αντιλαμβάνομαι, θα καταφύγω σε ένα παράδειγμα με παραπομπή στο “universe truth”: Το ότι μπορεί κανείς να παρακολουθήσει σεμινάριο «πρώτων βοηθειών», αυτό δεν τον καθιστά γιατρό.
Επιπροσθέτως, το περιβάλλον των s.m. μεταβάλλεται με τέτοιους ρυθμούς που είναι αρκετά δύσκολο να το παρακολουθήσουν ακόμα και επαγγελματίες που η ενασχόληση με το συγκεκριμένο μέσο είναι full-time-job. Καθόσον «χτίζεται» η αγορά αυτού του μέσου, η ημιμάθεια δημιουργεί στρεβλή αντίληψη για το «ευκταίο» και το «δυνατό».

Θεωρητικά θα μπορούσε κανείς να θέσει το ερώτημα, γιατί άραγε να μην υπάρχουν αντίστοιχα σεμινάρια δημιουργικής στρατηγικής ή στρατηγικής tv buying. Μα είναι απλό. Για τη μέν πρώτη, ο διαφημιζόμενος (από τον CEO μέχρι την καθαρίστρια) έχει –ούτως ή άλλως- άποψη που βασίζεται συνήθως στα προσωπικά του κριτήρια, «πασπαλισμένη» με λίγο από «στρατηγική», ενώ στην δεύτερη, είναι τόσο τεχνοκρατική δουλειά και απαιτεί πρόσβαση σε τόσα στοιχεία, ώστε τα σχόλια περιορίζονται –στη χειρότερη περίπτωση- στο «γιατί μου έβαλες την Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων, δεν είναι ωραία ταινία». Άρα, τι να τα κάνει τα σεμινάρια!
Στον αντίποδα έχουμε τα social media. Ξαφνικά όλοι θέλουν να εκπαιδεύσουν τους άλλους. Για ίδιον όφελος προσπορισμού. Για το «σήμερα». Γιατί για «αύριο», δε θα υπάρχει πελάτης να σεβαστεί τη δουλειά μας.
«Αυτό το κάνω κι εγώ!!! Εσύ γιατί πρέπει να πάρεις (π.χ.)1.000€ το μήνα για να το κάνεις». Και άντε μετά να πείσεις αυτόν τον ημιμαθή -που εσύ «κατασκεύασες»- με το επιχείρημα ότι «η παρακολούθηση 1-2 σεμιναρίων δε τον κάνει άνθρωπο της επικοινωνίας».

Η αμετροέπεια της Ελληνικής κοινωνίας δε θα μπορούσε να μην εισέρχεται στα του οίκου μας. Απλά ήλπιζα ότι τα μέλη της κοινότητας της επικοινωνίας –ως πιο μορφωμένα και με πληθώρα προσλαμβανουσών σε καθημερινή βάση- θα είχαμε μεγαλύτερη συνείδηση του ρόλου μας και της βαρύτητας των πράξεών μας.


Δύο είναι οι τρόποι για να επανακτήσουμε την σοβαρότητά μας ως κλάδος στο συγκεκριμένο θέμα. Ο ένας είναι τα σεμινάρια αυτά να μπορούν να τα παρακολουθούν μόνο στελέχη εταιριών του κλάδου της επικοινωνίας και άνεργοι με ενδιαφέρον για αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο δεύτερος τρόπος τα σεμινάρια αυτά, να είναι όντως μια ολοκληρωμένη γνώση. Να είναι μακρόχρονα και με διαρκείς και σαφείς αναφορές στις αρχές της επικοινωνίας. Δεν είναι τεχνικό το θέμα. Είναι επικοινωνία. Ας την αντιμετωπίσουμε ως τέτοια._

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Σημαία: Εθνικό σύμβολο ή επιβράβευση για την αριστεία; Συμβολή στη δημόσια συζήτηση.

Επ’ ευκαιρία της Εθνικής Επετείου και την κατά τόπους καταγραφή διαξιφισμών και εντάσεων αναφορικά με την αναγόρευση  παιδιών μεταναστών σε σημαιοφόρους του τιμητικού αγήματος, επανέρχεται –δίς κατ έτος- η συζήτηση μεταξύ «προοδευτικών» και «Ελληναράδων».
Για ακόμα μια φορά η αντιπαλότητα και οι εντάσεις είναι οξείς και οι χαρακτηρισμοί εκατέρωθεν, δεν εκφεύγουν της κρατούσας  αντίληψης περί του «συζητοίν».

Υπάρχουν πολλά συνθήματοποιημένα επιχειρήματα που με βρίσκουν σύμφωνο και από τις δύο πλευρές : Από το «όλοι είμαστε μετανάστες» μέχρι το «η σημαία είναι ιερό πράγμα για να την κουβαλάει ο Αλβανός».
Θα αποφύγω εδώ να αναφερθώ στην απολύτως αρνητική μου άποψη για την διοργάνωση των μαθητικών παρελάσεων, εξ άλλου έχω τοποθετηθεί μόλις χθες για το θέμα, για λόγους αντίθετους από αυτούς που φαίνεται να κυριαρχούν στην κοινωνία ως επιχειρήματα για την κατάργησή τους.

Τι είναι η σημαία και ο σημαιοφόρος;
Σε επιτραπέζια παιχνίδια, η απώλεια της σημαίας σηματοδοτεί την οριστική ήττα του εν λόγω παίκτη και τη νίκη του αντιπάλου του. Στη ζώσα ζωή, είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι η τοποθέτηση της σημαίας σε ένα τόπο, σηματοδοτούσε και σηματοδοτεί  την κατοχή αυτού του τόπου από τον τοποθεντούντα το εθνικό του σύμβολο επ’ αυτής. Ο σημαιοφόρος είναι ο μόνος από τους στρατιωτικούς που δεν πολεμά ο ίδιος. Η δική του μάχη είναι στη διατήρησή της σημαίας. Αντίστοιχα και για το άγημα των 5 ακόμα συντρόφων του. Από την κλασσική αρχαιότητα και εντεύθεν, η ανάθεση του έργου του σημαιοφορικού αγήματος ήταν τιμή και πρόκληση. Οι πιο άξιοι και πιο γενναίοι τοποθετούνταν σε αυτήν την περίοπτη θέση.
Λόγω της επικαιρότητας θα ήταν εύστοχο να αναφερθώ στο παράδειγμα της συμβολικής αυτοθυσίας για το γαλανόλευκο «πανί», από μια πραγματική ή μυθοπλαστική φιγούρα. Αυτή του Κων/νου Κουκίδη που τη ημέρα της ανάρτησης στον ιστό της Ακρόπολης του ναζιστικού συμβόλου, επέλεξε να τυλιχτεί με αυτή και να αυτοκτονήσει πέφτοντας στο κενό, παρά να πέσει το ιερό εθνικό σύμβολο στα χέρια των κατακτητών.

Οι εποχές που οι Έλληνες ήμαστε περήφανοι για τη χώρα μας έχουν περάσει ανεπίστρεπτη. Είναι φυσικό ακόλουθο της ψυχολογικής απόστασης που έχει «χτιστεί» με τα χρόνια, η φόρτιση αποδοχής και σεβασμού που έχουν τα «σύμβολα» και οι θεσμοί του κράτους να μην έχουν την ίδια ένταση με το ιστορικά πρόσφατο παρελθόν. Έγκειται στην παιδεία –ποια παιδεία;- να κάνει τη διάκριση μεταξύ αυτών που μπορούν να μπουν στη διαδικασία της αμφισβήτησης και της υποβάθμισης και σε αυτά που θα έπρεπε να μείνουν στο απυρόβλητο και να συνεχίζουν να τυγχάνουν του προσήκοντος σεβασμού ες αεί.  Επι παραδείγματι μπορεί κάποιοι να εκτιμούν ότι μια ή περισσότερες διαδοχικές επιλογές του εκλεκτορικού σώματος για τον αρχηγό του κράτους, να μην είναι οι ενδεδειγμένες και ως εκ τούτου να έχει πληγεί το κοινό αίσθημα για την αξία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό να το συζητήσουμε. Και να βρούμε τι φταίει. Γιατί έχει να κάνει με ανθρώπινα έργα και ως τέτοια είναι ατελή. Όμως είναι απαράδεκτο να έχει αφεθεί στην απαξία το εθνικό σύμβολο. 

Όσοι είχαμε παιδιά στην πρωτοβάθμια και εκπαίδευση ξέρουμε ότι ο σημαιοφόρος προκύπτει από κλήρωση. Και σε αυτή την απαξίωση οδηγηθήκαμε διότι ένας άλλος θεσμός είναι κατώτερος των περιστάσεων (το σχολείο), με αποτέλεσμα τα μισά παιδιά να έχουν 10  και να μην είναι εφικτός ο εντοπισμός του πραγματικού αριστούχου. Ποιο είναι το μήνυμα που παίρνουν τα παιδιά; Ότι το εθνικό σύμβολο μπορεί να είναι αντικείμενο τζογαδόρικων διαδικασιών επειδή οι διδάσκοντες είναι ανεπαρκείς.

Ο Ισοκράτης έχει μπει στα χείλια των περισσοτέρων υπερασπιστών του δικαιώματος των μεταναστών δεύτερης γενεάς να κρατούν το εθνικό μας σύμβολο, με τη γνωστή φράση του ότι «Έλλην, εστί ο μετέχων της ελληνικής παιδείας». Φαντάζομαι ότι ο μέγας αυτός φιλόσοφος δε θα διανοείτο ότι η Ελληνική παιδεία (ακαδημαϊκή και κοινωνική) θα καταντούσε στο σημείο που είναι σήμερα. Την εποχή που το διατύπωσε, η συμμετοχή σε αυτή ήταν το όχημα για την έξοδο από τη βαρβαρότητα. Σήμερα, φαντάζει να ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Σήμερα η συμμετοχή σε αυτή «προπονεί» τους αυριανούς πολίτες, στην αμετροέπεια, την έλλειψη αξιών, σεβασμού, την υποκρισία κοκ. Είμαι βέβαιος ότι για τη σημερινή παιδεία δε θα έκανε τέτοια νύξη. Άρα, ούτε τα Ελληνόπουλα, ούτε τα «μεταναστόπουλα» μετέχουν κάποιας «παιδείας». Και τέλος πάντων, όχι αυτής του Ισοκράτη. Άρα καλόν θα ήταν όσοι τον επικαλούνται να προβάλουν τον λόγο στο ιστορικό πλαίσιο στο ποίο διατυπώθηκε η ρήση. Και σε ένδειξη ελάχιστου αυτοσεβασμού να μην τον ξαναεπικαλεστούνε. Εκτίθεντε.

Το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή και την επακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών, έφτασαν στην Έλλάδα, ξεριζωμένοι άνθρωποι που δε γνώριζαν λέξη Ελληνικά. Που δεν είχαν δεί ούτε μια φορά εκεί στα βάθη της ανατολής (Άδανα, Καππαδοκία κλπ) να κυματίζει η σημαία του επίσημου Ελληνικού κράτους. Και παρ’ όλα αυτά, τα μάτια τους βούρκωναν κάθε φορά που την έβλεπαν πρόσφυγες πιά και που θα έδιναν τη ζωή τους για αυτή.

Πολλοί που δε ξέρουμε γιατί την κρατούν, έχουν περάσει μπροστά απ’ τα μάτια μας και έχουν γεμίσει τις οθόνες των τηλεοράσεών μας, αδυνατώντας να ψελλίσουν ακόμα και μια «στροφή» από τον Εθνικό ύμνο. Και που «φορτώνουν» βαθμούς την Ελλάδα στο παγκόσμιο αθλητικό στερέωμα. Αυτούς θα τους κρίνει η πορεία τους. Τι θα κάνουν μετά;  Αυτοί δε μπορούν να γίνουν μέρος της κουβέντας αυτής. Και τέλος πάντων ένα λάθος –αν αποδειχθεί ότι είναι λάθος- δε διορθώνεται με τη γενίκευσή του.

Σημαία είναι και του Παναθηναϊκού, σημαία και του Ολυμπιακού, σημαία και του ΟΦΗ. Αλλά αυτά δεν είναι σύμβολα. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι Εθνικά Σύμβολα. Η διάκριση μεταξύ των δύο και η εναρμόνιση  της στάσης μας απέναντι στο καθ’ ένα, είναι υποχρέωση όλων  των σκεπτόμενων πολιτών αυτής της χώρας.

Ένα άλλο θέμα είναι ο Εθνικός αυτοπροσδιορισμός και η Εθνική ταυτότητα. Δε θέλω να βάζω κανένα παιδί στο δίλλημα να αποφασίσει αν αισθάνεται Ελληνόπουλο, ή Αλβανόπουλο, ή Πολωνόπουλο. Πρέπει να προστατεύουμε τα παιδιά από τέτοιες σκέψεις. Εκτός εάν –που κατά την άποψή μου αυτό είναι- έχουμε απενδύσει το εθνικό σύμβολο από κάθε συμβολισμό και ως εκ τούτου η παραχώρησή του σε κάποιον που δεν αισθάνεται Έλληνας δεν έχει τίποτα μεμπτό. Δεν είναι ούτε χρόνος, που είδε το φώς της δημοσιότητας η πρόθεση μελών της Αλβανικής κοινότητας, να δημιουργήσουν Αλβανικό κόμμα με πρόεδρο τον εξαιρετικό μαθητή και σήμερα αυτοπροσδιοριζόμενο ως Αλβανό (και πού καλά κάνει) Οδησσέα Τσενάϊ. Την εποχή που το θέμα του εν λόγω μαθητή –σήμερα συμπολίτη μου- μεσουρανούσε, είχα ταχθεί υπέρ του δικαιώματός του να φέρει τη σημαία μας. Σήμερα, 10 χρόνια μετά, έχω καταλήξει ότι η τότε στάση μου ήταν ρηχή και χωρίς επιχειρήματα.

Αν θέλουμε να τιμήσουμε τις επιδόσεις όλων των μαθητών, όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, υπάρχουν τρόποι να το κάνουμε. Από υποτροφίες και χορηγίες μέχρι επαγγελματική αποκατάσταση και χρηματικές απολαβές. Το μονοπάτι είναι «χαραγμένο». Οι ΗΠΑ το ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια επί 10ετίες και έτσι συγκεντρώνουν τους αρίστους από όλη τη Γή.

θα έλεγα ότι είναι φρόνιμο ως κράτος να αποφασίσουμε με νομικό και συντεταγμένο τρόπο ότι τη σημαία μας μπορούν να την κρατούν π.χ. μόνο όσοι έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ή ιθαγένεια. Είναι τόσο απλό και θα σταματήσει κάθε πατριδοκαπηλική συζήτηση.


Η σημαία μας πρέπει να «βγεί» από τη συζήτηση. Είναι Εθνικό σύμβολο και δε μπορεί να χρησιμοποιείται ως σχοινί διελκυστίνδας μεταξύ ψευτοπροοδευτικών και παλλικαροΕλληναράδων.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Παρέλαση 28ης Οκτωβρίου: ΟΧΙ. Δε θέλω άλλο!!!

Δε θέλω άλλο να ακούω «αριστερίστικες» κουταμάρες ότι το ΟΧΙ το είπε ο Ελληνικός λαός. Ο Ελληνικός λαός όταν θα ξυπνούσε, οι Ιταλοί θα ήσαν στη Λάρισα. Και μέχρι να μαζέψουν ένα σώβρακο και μια φανέλα θα είχαν φτάσει στην Αθήνα. Και άν το κράτος δεν κινητοποιούσε τον -κατά την κρατούσα αντίληψη- θνησιγενή αμυντικό μηχανισμό δε θα είχε καταγραφεί στην ιστορία το Αλβανικό Έπος του 1940. Προφανώς θα υπήρχε η Εθνική Αντίσταση, αλλά δε θα γιορτάζαμε την 28η Οκτωβρίου. Σωστά; Είναι τόσο δύσκολο να αποδώσει κανείς τα τω Καίσαρος τω Καίσαρη; Θέλει τόσα κότσια που προφανώς δεν έχουν;

Δε θέλω να βλέπω νεκροζωντανούς γεροντονέους, να περιφέρουν με λιποθυμικό βηματισμό τα αγύμναστα κορμιά τους σε λεωφόρους με παρατεταγμένους εκατέρωθεν του οδοστρώματος τους αποχαυνωμένους γονείς τους να χειροκροτούν αντί να μουντζώνουν τα παιδιά και τους δασκάλους τους. Η εικόνα είναι επιεικώς αποκαρδιωτική: Η συμμετοχή της μαθητιώσας νεολαίας στις κατά τόπους εορταστικές εκδηλώσεις αποτελούν ύβρη στη μνήμη όσων έθαψαν ζωές, πόδια, μέλλον στα βουνά της Βορ.Ηπείρου.

Δε θέλω να ξαναμπώ στη διαδικασία να μετρήσω πoιά φούστα είναι λιγότερο προσβλητική για μια εθνική επέτειο. Οι μέλλουσες μαμάδες του Έθνους, αποτείουν φόρο τιμής στον Πλούταρχο και στη Π.Ζήνα. Όχι στους παπούδες τους που αγωνίστηκαν για να είναι αυτές ελεύθερες και να ντύνονται ως ελευθεριάζουσες.

Δε θέλω να ξανακούσω κατά τη διάρκεια εθνικής επετείου από πολιτικό ταγό(βλέπε δήμαρχο) ότι η χώρα είναι υπό κατοχή. Αυτός και το σινάφι του έφεραν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Άσε που χωράει πολύ κουβέντα το γιατί το θεωρεί αυτό.  Προφανώς, γιατί αυτοί οι αδίστακτοι οι «κατακτητές» του έχουν κλείσει τη στρόφιγγα της ακατάσχετης ρουσφετολογίας. Και τώρα -7μήνες πρίν της επόμενες δημοτικές- δε μπορεί να προσλάβει καμία 500αριά για να εξασφαλίσει τη μακροημέρευση του στο δημαρχιακό θώκο.

ΟΧΙ, σε θα ξαναδώ μαθητική παρέλαση. ΌΧΙ, δε θα ξανα-«γιορτάσω» την 28η Οκτωβρίου με αυτό τον υποτιμητικό τρόπο. ΟΧΙ, δε θέλω άλλο!!!

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Ο Άγιος Λουκάς, πολύ με μπέρδεψε!!!

Ήταν μια τρέλα. Ήταν η δεύτερη φορά που ευρισκόμενος με ομόδοξους σλαβόφωνους, ένιωθα τόσο έντονη τη ζήλια αυτών των ανθρώπων για το ότι ήμουν Έλληνας. Ζήλια, που αυτοί δεν είναι. Ζήλια, που σχετίζεται με το βάρος που έχει πέσει πάνω στους καχεκτικούς μας ώμους και που πολύ θα ήθελαν να είναι στη θέση μας, θεωρώντας ότι θα ήσαν αξιώτεροι απόγονοι.

Η ιστορική συμπόρευση με αυτούς τους λαούς ξεκινά από την εποχή του εκχριστιανισμού τους από το επίσημο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Αυτό που από τα μέσα του 18ου αιώνα συνηθίζουμε να αποκαλούμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, είχε δεί τον εκχριστιανισμό των Σλαβικών φυλών, ως δεσμό αδελφοποίησης. Δεσμό που, όσο κι αν οι παροδικές εντάσεις της πολιτικής και οικονομικής σκηνής στην ευρύτερη περιοχής μπορεί να τάραζαν στο διάβα του χρόνου, θα κρατούσε σφικτά τα δύο ομόδοξα φύλα –τους Έλληνες και τους Σλάβους- για πάντα ενωμένους. Και τελικά αυτό έγινε. Εξ άλλου η ομοδοξία είναι πνευματικός δεσμός, και ως τέτοιος είναι σαφώς επικρατέστερος από τα φθαρτά ανθρώπινα –άρα και ταπεινά- συμφέροντα.

Η πρώτη φορά που αισθάνθηκα αυτή τη ζήλεια, ήταν το 2010, οπότε ταξίδεψα στη μαγευτική Οδησσό. Την Οδησσό της Μεγάλης Αικατερίνης, αλλά και το πρώτου δημάρχου της, του Μαρασλή. Την Οδησσό του Θωρηκτού Ποτέμκιν αλλά και της Φιλικής Εταιρείας. Ήταν τότε, στα «τελειώματα» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν οι Έλληνες επιφανείς και μορφωμένοι αναλάμβαναν τη διοίκηση των Παραδουνάβιων περιοχών. Ήταν τότε που στα Αυτοκρατορικά σαλόνια όλης Ευρώπης, Έλληνες κατελάμβαναν το ένα αξιώμα μετά το άλλο. Καποδίστριας, Υψηλάντης, Μαρασλής, Κωλοκοτρώνης είναι μόνο μερικές από τις γνωστές «ακριβοπληρωμένες μετεγγραφές» των τότε αυτοκρατοριών.

Πολύ πρίν, και για πολλές γενιές, Έλληνες και Σλάβοι (ευτυχώς όχι όλοι) ζούσαν μαζί κάτω από το Οθωμανικό «δίκαιο». Και ακόμα παλαιότερα, Ρώσοι, Σέρβοι και άλλα σλαβικά πριγκιπάτα και δουκάτα της εποχής, μέμφονταν τους Έλληνες που ήσαν διατεθειμένοι να εκχωρήσουν την πίστη τους για να σώσουν το κράτος τους. Η κυρίαρχη αντίληψη στους Σλαβόφωνους πληθυσμούς είναι ότι η Πτώση ήρθε ακριβώς ως τιμωρία αυτής της πολιτικο-θρησκευτική επιλογή των Ελλήνων. Και τελικά ήρθε η άλλη πολιτικο-θρησευτική σκοπιμότητα (του κατακτητή αυτή τη φορά) να  ξαναβάλει στο Πατριαρχείο ανθενωτικό ιερωμένο.

Επιστρέφοντας στα βιώματα της Οδησσού, νομίζω μόνο μια ασθένεια του μυαλού, θα αδυνατήσει τις μνήμες από τη συμπεριφορά των Ρώσων και των Ουκρανών με τους οποίους συνεργάστηκα για να «βγει» εκείνο το επαγγελματικό ταξίδι. Το ότι συνόδευαν τον «Γρέτσκι» ήταν τίτλος τιμής. Με αυτό, για «διαβατήριο» άνοιξε το μουσείο της Φιλικής Εταιρίας και μου έγινε ιδιωτική ξενάγηση. Με αυτό βρέθηκε τραπέζι στο high restaurant της Greckaya Street. Με αυτό δεν ελέγχθηκα ούτε κατά την είσοδό μου στη χώρα, ούτε κατά της έξοδό μου.

Η δεύτερη φορά ήταν χθές το βράδυ, οπότε είχα το προνόμιο να βρεθώ σε μια παρουσίαση βιβλίου για τη ζωή και το έργο ενός σύγχρονου Ρώσου αγίου, επιφανούς χειρουργού και ιερωμένου που πέθανε μόλις 50χρόνια πρίν. Είναι προφανές ότι οι ομιλητές ήσαν και Ρώσοι. Η συγκίνησή τους που πατούσαν τα χώματα της Ελλάδας γέμιζε το χώρο της εκδήλωσης. 2.000άνθρωποι –η πλειοψηφία μας Έλληνες- νιώθαμε τη ζήλια που ένιωθαν. Τα μάτια τους έβλεπαν Ελλάδα και άκουγαν τους χτύπους της καρδιάς της. Μάλιστα ένας απ’ αυτούς (καρδιοχειρουργός και ιερωμένος επίσης) διατύπωσε την άποψη ότι αισθάνεται πιο τυχερός από τον Άγιο, μια και το «χρησιμοποίησε» για να έρθει στην Ελλάδα κάτι που ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς, δεν αξιώθηκε να ζήσει. Οι αναφορές στην πίστη συχνές και αναμενόμενες. Και η βεβαιότητά τους, ότι η σταθερή και ακλόνητη πίστη στην Ορθοδοξία θα μας βγάλει από τα παροδικά δεινά, διατυπώθηκε συχνά.

Ήταν μια εκδήλωση που ήρθε να συμβάλει και αυτή στη διεργασία που γίνεται μέσα μου για να απαντήσω στο ερώτημα που έχω θέσει στον εαυτό μου: Αν είχαμε αποδεχθεί ειλικρινά και έγκαιρα την πρωτοκαθεδρία του Λατινικού δόγματος, και είχαμε σώσει το Μεσαιωνικό κράτος των Ελλήνων και είχαμε συμμετάσχει στη ζύμωση που επιτελέστηκε στον Χριστιανικό Ευρωπαϊκό χώρο, με την Αναγέννηση και το διαφωτισμό, πόσο καλύτερα θα ήμασταν;
Βλέποντας, μελετώντας, αξιολογώντας την κόπωση των λαών που έζησαν κάτω από τις Οθωμανικές Αρχές, να ακολουθήσουμε το βηματισμό της καλώς εννοούμενης κοινωνίας, με δομές και αρχές που να λειτουργούν,  διαπιστώνω ότι τα πολιτικο-κοινωνικά προβλήματά μας, μοιάζουν πολύ με αυτά των άλλων ορθόδοξων λαών αυτής της Ευρωπαϊκής γειτονιάς. Σε άλλη ένταση και ίσως με άλλη έκφανση, αλλά με την ίδια δομή. Τα προβλήματά μας έχουν το ίδιο DNA. Δυσκολευόμαστε να στήσουμε λειτουργούντες θεσμούς, αδυνατούμε 200χρόνια μετά την απελευθέρωσή μας, να ξεχάσουμε το μπαξίσι και τελικά να είμαστε οι ουραγοί της Ευρώπης, παρ΄ότι σε ότι μας αφορά ως Έλληνες, είναι προφανές ότι δε θα υπήρχε Αναγέννηση και Διαφωτισμός αν αυτοί που «σάλπαραν» απ’ το Βυζάντιο δεν είχαν σκορπιστεί σε όλα μήκη και πλάτη της Γηραιάς Ηπείρου να «πουλήσουν» τη μόνη πραμάτεια που κουβαλούσαν: Το Αρχαίο και Μεσαιωνικό Ελληνικό πνεύμα. Το πνεύμα που δεν είναι καθόλου ασύνδετο με την Πίστη μας. Είναι μέρος του. Ψυχή της ψυχής του.


Με τα «αν» ποτέ δε γράφτηκε ιστορία. Και ποτέ δε θα πάρω απάντηση στο ερώτημα. Αυτή είναι η γοητεία μιας τέτοιας ερώτησης. Να ξέρεις ότι πάντα θα μένει αναπάντητη. Τρέλα δεν είναι;

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Γονιδιακή νομοτέλεια ή αποτέλεσμα εκπαίδευσης η ορθή κοινωνική συμπεριφορά;

Ο Ράντολφ Ντιούκ στο «Πολυθρόνα για δύο» κέρδισε το στοίχημα που είχε βάλει με τον αδελφό του Μόρτιμερ. Ανεξάρτητα από το πόσο αυτό καθ’ εαυτό το στοίχημα ενόχλησε τον Έντυ Μέρφι (στο ρόλο του Μπίλι Ρέι Βάλενταϊν) και τον Ντάν Ακρόϊντ (στο ρόλο του Λούις Ουίνθορπ), η ταινία του 1983 ήρθε να δώσει ελπίδες σε όλους, ότι η επιτυχία και η ευτυχία απέχουν τόσο λίγο, όσο η απόφαση δύο εκκεντρικών εκατομμυριούχων να «παίξουν» με τα «θύματά» τους. Ή αλλιώς, ότι η πορεία του καθενός μας δεν είναι γονιδιακά δεδομένη, αλλά είναι αποτέλεσμα των συμπτώσεων του ποιοι είναι οι γονείς, ποιο το κοινωνικό τους status, ποιες ευκαιρίες μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά τους στη μόρφωση, τις γνωριμίες, την εργασία κλπ.

Πολύ πρόσφατα και με αφορμή το νέο κύμα Ελλήνων μεταναστών σε χώρες που μπορούν να απορροφήσουν ειδικευμένο εργατικό δυναμικό όλων των βαθμίδων, γνωστό site δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα δημοσιογραφικής έρευνας, με θέμα «τι δε μου λείπει από την Ελλάδα;». Τα Ελληνόπουλα που ζούν και εργάζονται σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά, και της Αυστραλίας, κλήθηκαν να καταγράψουν αυτά που «ασχημαίνουν» την εικόνα της πατρίδας. Προφανώς υπήρξαν αναφορές στις στρεβλώσεις λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Ωστόσο τα περισσότερα σχόλια –που παρέθεσε ο συντάκτης- αφορούσαν τη θέση και τη σχέση του Έλληνα με τον Έλληνα. Τα αποτελέσματα ήσαν απογοητευτικά για το ποιόν μας ως λαού. Οι αναφορές τους εντοπίζονταν σε φαινόμενα και πρακτικές των νέων συμπολιτών τους στα 4 έως 11 χρόνια της εκτός Ελλάδος ζωής τους.  

Αυτά που τους «πληγώνουν», είναι  η κακογουστιά, η διχόνοια, το βόλεμα, η κουτοπονηριά, η λαμογιά, η απάθεια προς τον συνάνθρωπο,  η αγένεια, η άγνοια, η λεκτική και όχι μόνο βία, η τρομερή κουτοπονηριά στην ουρά, η ασέβεια του δημόσιου χώρου και του συνανθρώπου, η έλλειψη αίσθησης προσφοράς προς το κοινό καλό, ο ωχδελφισμός, ο ξερολισμός κλπ. Είναι δυνατόν όλα αυτά να μην απαντώνται σε άλλες κοινωνίες; Η απάντηση προφανής. Όχι, μόνο που δεν αποτελούν κοινό τόπο, αλλά επιμέρους πρακτικές κοινωνικών μονάδων. Εκεί δεν αποτελούν τον «καμβά», πάνω στον οποίο ζεί και δημιουργεί η κοινωνία. Είναι η εξαίρεση. Όχι ο κανόνας.

Όλα αυτά δε μας τα προσάπτουν οι κακοί Ολλανδοί, Γερμανοί, Αυστριακοί και λοιποί ορκισμένοι εχθροί του τόπου μας. Μα τα προσάπτουν τα παιδιά μας. Αυτά που εμείς –ως κράτος, χώρα, κοινωνία- διώξαμε «έξω» για να επιβιώσουν. «Κοιτώντας» πίσω στην πατρίδα, και με την ψυχραιμία που τους παρέχουν μερικές χιλιάδες μίλια απόστασης, αυτά που δηλώνουν ότι απεχθάνονται σε αυτόν τον τόπο, είναι αυτά που βιώνουμε σε καθημερινή βάση όσοι έχουμε την ατυχία να είμαστε Έλληνες και να ζούμε στο Ελληνικό κράτος. Νεοέλληνες στο Νεοελληνικό κράτος, για να ακριβολογούμε.

Διπλή η απογοήτευση. Αφ ενός για αυτή καθεαυτή την αποστροφή των νέων ανθρώπων για την κοινωνική πραγματικότητα, αφ ετέρου για μια ακόμα απογοητευτική διάγνωση: Η προηγούμενη γενιά μεταναστών δεν είχε την αίσθηση –ή δεν την εξέφραζε- ότι η Ελληνική κοινωνία είναι σε τέτοια κατάπτωση. Δομική και ουσιαστική. Είχαν φύγει γιατί ο τόπος τους δε μπορούσε να τους θρέψει. Αλλά η ματιά που έτειναν «πίσω» ήταν γεμάτη νοσταλγία και όχι απέχθεια.
Στην εβδομάδα που πέρασε από την ημέρα που εκτέθηκα στην έρευνα, βάλθηκα να θυμηθώ όλες τις κουβέντες, τις συναντήσεις που είχα με τους 4 θείους μου που είχαν επιλέξει τον ίδιο δρόμο της ξενιτιάς πρίν από αρκετές 10ετίες, να ξαναδιαβάσω τα γράμματά τους. Ρώτησα την υπερήλικη μητέρα μου, μια θεία της (ναι θεία της μητέρας μου), τον αδελφό και τα ξαδέλφια μου. Κανείς δε μου επιβεβαίωσε τέτοια σχόλια από τους «ταξιδεμένους» μας, όταν αναφέρονταν στην Ελληνική κοινωνία που είχαν αφήσει πίσω τους. Τι κατακρήμνισε με τέτοιο δραματικό τρόπο τα συλλογικά χαρακτηριστικά του λαού μας; Τι μας στρέβλωσε με τόσο βίαιο τρόπο ώστε να οδηγηθούμε σε ένα τόσο απογοητευτικό αποτέλεσμα; Τι μας εξεπαίδευσε στην κοινωνική απάθεια, την ασέβεια, τον ωχαδελφισμό, την αδιαφορία; Ο καθένας μπορεί να κάνει τις παραδοχές του. Με γνώμονα τις πεποιθήσεις, την κριτική του ικανότητα, το κοινωνικό του υπόβαθρο, μπορεί να οδηγηθεί στα συμπεράσματά του.

Μέσα από την αναγνώριση της πραγματικότητας ότι κάπως εκπαιδευτήκαμε στην αναίδεια, τον ξερολισμό, την απάθεια και τη βία κάθε είδους, προκύπτει μια φιλοσοφική αλήθεια. Ότι, αφού μπορέσαμε να εκπαιδευτούμε σε αυτά, μπορούμε να τα καταφέρουμε και στα νοηματικά τους αντίθετα: την ευγένεια, την αναγνώριση της ημιμάθειάς μας, το σεβασμό στο συνάνθρωπο, κλπ. Αυτή είναι η μεγαλύτερη και πιο αισιόδοξη παρακαταθήκη της τραγικής σημερινής μας κατάστασης. Η κατανόησή αυτής της ευκαιρίας θα είναι ένα σημαντικό βήμα. Γιατί μέσα από αυτό θα εγκαταλείψουμε τη συλλογική παραλυτική αντίληψη του «τίποτα δεν αλλάζει».

Οι Έλληνες που συμμετείχαν στην εν λόγω έρευνα, όσο ήσαν και όσο θα παρέμεναν μέρος της Ελληνικής πραγματικότητας, θα δρούσαν εντός ενός στρεβλού περιβάλλοντος. Και είναι κοινωνιολογικά επιβεβαιωμένο ότι συχνά θα υπέπιπταν και οι ίδιοι –αυτοί οι κρίνοντες- στα ίδια ατοπήματα, σημάδια αντικοινωνικής συμπεριφοράς, με αυτά που καυτηριάζουν. Όμως, η ένταξή τους σε μια άλλη κοινωνία –ο καθένας διαφορετική- με άλλες καταβολές και άλλες αξίες τους έκανε σοφότερους και τους υπογράμμισε τα ελαττώματά μας. Και μας κάνουν το δώρο να μας το λένε κατάμουτρα. Σε εμάς έγκειται να τους "ακούσουμε". 

Όπως συλλογικά οδηγηθήκαμε στο «σκοτάδι» της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και δημιουργήσαμε –ως κοινωνία- μια μη βιώσιμη καθημερινότητα, όπου ο καθένας μας εκδικείται τον άλλο, έτσι μπορούμε να ξανα-ανοίξουμε το «φώς» της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή με ποιότητα. Όχι ποιότητα από τα «έχω» μας. Αλλά από τα «είμαι» μας. Ένα στάδιο φωτίζεται από εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες λάμπες. Καμία –μόνη της- δεν είναι ικανή να φωταγωγήσει το χώρο. Όμως όλες μαζί το επιτυγχάνουν. Κανένας δε μπορεί μόνος του να αλλάξει τη χώρα. Τα συλλογικά προβλήματα απαιτούν ατομικές δράσεις. Αν ο καθένας σέβεται το γύρω του, αν δεν τον περνάει στην ουρά στο φανάρι, αν δεν πετάει το χαρτί από τα τσιγάρα, αν δεν καπνίζει στο bar, αν χαμογελάει όταν κάποιος τον αφήνει να περάσει, αν…, αν…, αν…, αν…

Δεν είναι γονιδιακά τα ελαττώματά μας και όλα όσα μας καταμαρτυρούν οι συνέλληνες που επέλεξαν το δρόμο της ξενιτιάς. Είναι επίκτητες στρεβλώσεις. Η αποδέσμευσή τους από αυτά δε θα μας κάνουν πλούσιους. Θα μας κάνουν όμως ευτυχισμένους. Η αποτίναξη της συλλογικής παραδοχής και αναγνώρισης της ανικανότητά μας για κάτι καλύτερο, είναι η σημαντικότερη υποδομή ενός καλύτερου αύριο για όλους μας.

Όπως δεν υπάρχουν συλλογικά ελαττώματα δεν υπάρχουν και συλλογικά προτερήματα. Όταν όλα αυτά τα «χαλίκια» πάψουν να μπλέκονται στα «πόδια» μας, η άνοδος του «βουνού» θα γίνει ευκολότερη. Και τα προτερήματά μας θα «βγούν μπροστά» και θα μας οδηγήσουν σε μια βιώσιμη κοινωνία.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Λίστα Λανγκάρντ! Οι πολλαπλές επιπτώσεις μιας ανεπαρκούς λειτουργίας του κράτους και ο παιδευτικός ρόλος τους στον κοινωνικό ιστό.


Το 2010 ήταν η χρονιά που «λανσαρίστηκε» το φαινόμενο «Λίστα Λανγκάρντ». Δεν είναι πρωτογενές φαινόμενο. Ευκολα μπορεί να αξιολογηθεί ως μια ακόμα εκδήλωση της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας και λειτουργίας του «κράτους». Στο όνομά της, οδηγηθείται σε δίκη ένας πρώην υπουργός, αμαυρώθηκαν υπολήψεις, χάθηκε το μέτρο, διώχθηκε δημοσιογράφος. Ας δούμε μια άλλη ματιά. Τι θα είχε γίνει αν η λίστα Λαγκάρντ είχε αξιοποιηθεί, αθόρυβα και αποτελεσματικά; Είναι μόνο φοροεισπρατικό το θέμα; Ας προσπαθήσουμε να αποτιμήσουμε τις προεκτάσεις.

Πρώτον: Θα είχαμε έσοδα στον προϋπολογισμό από το 2010-11 –αυτά που έχουμε τώρα, δηλ 3χρόνια μετά- που έχουν αρχίσει να «κλείνουν» υποθέσεις μεγαλοκαταθετών, που δε μπορούν να δικαιολογήσουν τα ποσά που έβγαλαν έξω.

Δεύτερον: Θα μπορούσαμε να έχουμε πολλαπλάσια φοροεισπρακτικά οφέλη, αν το μοντέλο εκμετάλλευσης της συγκεκριμένης λίστας, το εφαρμόζαμε σε όλες τις χώρες με τις οποίες υπάρχει τέτοια διακρατική συμφωνία. ΑΛΛΑ, με το θόρυβο που προεκλίθη, όσοι είχαν λόγους να αποφύγουν τον έλεγχο των Ελληνικών Φορολογικών Aρχών, είχαν όλο το χρόνο να το πράξουν. Αποτέλεσμα; Νέα απώλεια εσόδων, τώρα που κάθε λεπτό (χρόνου και αξίας) έχει άλλη αξία.
Για ακόμα μια φορά αποτυγχάνουμε να κάνουμε το προφανές. Και αυτό που μας ζητά και η «μισητή» τρόϊκα. Δηλαδή, να διευρύνουμε τη φορολογική βάση, ώστε να γίνεται δικαιότερη κατανομή των βαρών και στο τέλος να εξορθολογιστεί η φορολογική κλίμακα.

Εδώ δε μιλάμε για αναδιανομή εισοδήματος, και άλλα σοσιαλιστικά οράματα, αλλά για μια θεμελιώδους σημασίας πρακτική για τη δημιουργία αισθήματος δικαιοσύνης στην κοινωνία και τον περιορισμό της ψυχολογικής απόστασης πολίτη-κράτους. Αυτό εφαρμόζουν κατ’ εξοχήν καπιταλιστικές οικονομίες και αυτό αποτελεί μία από τις σταθερές στις οποίες αναπτύσσονται οι κοινωνίες των χωρών αυτών.
Τέλος, η ατιμωρησία των φοροφυγάδων, τους αποθρασύνει και τους κάνει ακόμα πιο «βουλιμικούς» στην κλοπή, τροφοδοτώντας τον αέναο κύκλο της έλλειψης αισθήματος δικαιοσύνης και φορολογικών κενών που καλύπτονται από τα συνήθη υποζύγια, κοκ.

Τρίτον: Δε θα χρειαζόταν κανένας κος Βαξεβάνης να δημοσιοποιήσει καμία λίστα. Η 4η εξουσία υπάρχει μέσα από τις ανεπάρκειες των τριών άλλων. Δε ξέρω τι θα έκανα στη θέση του Υπουργείου, αλλά με τα σημερινά μου κριτήρια, αν ως κρατική δομή δεν είχα κάνει τη δουλειά μου για 3 χρόνια, δε θα δίωκα κάποιον γιατί έκανε τη δική του. Είναι διασυρμός, άνευ ουσίας, διότι τελικά ο δημοσιογράφος δικαιώθηκε. Αν την έχεις «δεμένη» την υπόθεση όπως λένε οι νομικοί, κάνε το βήμα. Αλλιώς κλείσου στο καβούκι σου και προσπάθησε να μη «ταΐσεις» με θέμα άλλους «Βαξεβάνηδες» στο μέλλον.

Αυτή η αμετροέπεια στοιχίζει στη κοινωνία. Κάποιος πρέπει να πεί στους πολιτικούς ότι η δημόσια σφαίρα επηρεάζει την ιδιωτική. Και οι πράξεις τους παίρνουν άλλη διάσταση. Έχουν παιδευτικό χαρακτήρα. Διαχέεται στην κοινωνία ένας «κοκκοροτσαμπουκάς» και έλλειψη συνείδησης και μέτρου. Αυτά που πρέπει να κάνει κάθε πολίτης στην καθημερινότητά του, δε μπορεί να παραμένουν ακόμα και σήμερα -30 πλέον χρόνια από την ένταξή μας στο club στης ΕΕ- ζητούμενα του πολιτεύεσθαι των κρατικών θεσμών.
Παράλληλα, ενισχύεται το «εγώ» του δημοσιογραφικού λειτουργού με αποτέλεσμα να τον μετατρέπει σε επαρμένο ξερόλα και κριτή των πάντων χωρίς μέτρο και συνείδηση του τι κάνει και λέει. Και αυτό να διαχέεται κάθε μέρα μέσα από τα εξώφυλλα των εφημερίδων, τα «παράθυρα» των μονοθεματικών δελτίων ειδήσεων και τα κιτρινίζοντα «ειδησεογραφικά» site που έχουν κατακλύσει τον φηφιακό κόσμο.

Τέταρτον: Ως αποτέλεσμα της δημοσιοποίησης της λίστας ήρθε ο διασυρμός για πολίτες οι οποίοι βρέθηκαν στη λίστα –και κατ’ επέκταση πέρασαν από λαϊκά δικαστήρια στα «καφενεία» όλης της χώρας- και οι οποίοι είχαν νομίμως βγάλει τα χρήματά τους έξω. Την ηθική βλάβη αυτών των πολιτών ποιος θα την καλύψει; Προφανώς ο εκδότης και δημοσιογράφος δεν ενδιαφέρεται, παρά μόνον για την εκδοτική επιτυχία του εγχειρήματός του. Τα υπόλοιπα είναι παράπλευρες απώλειες περιορισμένης σημασίας.

Αυτή η δημοσιοποίηση βάφτισε ενόχους, μια σειρά από πολίτες οι οποίοι δεν έχουν την ευκαιρία να πάνε στο σπίτι κάθε «λαϊκού εισαγγελέα» και να του δείξουν τους φόρους που πλήρωσαν για τα εισοδήματά τους. Ή το ότι έστειλαν 30.000€ για να έχει το παιδί τους που σπουδάζει στη Βέρνη. «Ληστές» οι της λίστας! Συλίβδιν και αδιαπραγμάτευτα. Και η «ρετσινιά» σε μια απολίτιστη και θυμωμένη κοινωνία σαν την Ελληνική είναι κάτι που δε βγαίνει.

Πέμπτον: Διώχθηκε ο πρώην υπουργός Οικονομικών, διότι αφαίρεσε από τη λίστα τα ονόματα 2-3 συγγενικών του προσώπων. Δηλαδή, αν ο ΟΠΟΙΟΣΠΗΠΟΤΕ ήταν στη θέση του θα έκανε κάτι άλλο; Αυτό είναι το πρόβλημα; Το ότι δε χρησιμοποιήσαμε το περιεχόμενο της λίστας για να φέρουμε έσοδα(ούτε αυτός, ούτε ο Βενιζέλος), ως οφείλαμε είναι απλά μια πολιτική επιλογή; Μα αυτό είναι η αιτία όλων των παραπάνω δινών. Αυτό είναι το έγκλημα. Όχι η διαγραφή των συγγενών του. Αυτό είναι απλώς, μια ανθρώπινη αδυναμία που είμαι παραπάνω από διατεθειμένος να συμμεριστώ.

Σε μια οποιαδήποτε στιγμή, μια τέτοια συμπεριφορά είναι κατακριτέα και πολιτικά εγκληματική. Όταν όμως «ξηλώνεται η χώρα απ’ τα πλακάκια» για να βρεθεί ευρώ-ευρώ η κάθε κρατική δαπάνη, κάθε τέτοια ενέργεια είναι προδοτική για τη χώρα λόγω των πολλαπλών οικονομικο-κοινωνικών προεκτάσεών της. Επι εσχάτη προδοσία έπρεπε να διωχθούν οι κοι Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλος. Και τελικά; Η δίωξη ήρθε για το τίποτα. Για το προφανές.

Τι μήνυμα εκπέμπεται στην κοινωνία; Τι της λέει όλος ο πολιτικός κόσμος «φωναχτά»; Είστε «ζώα» και απλά σας «δουλεύουμε»! Σας ρίχνουμε στάχτη στα μάτια για να μη δείτε το μεγάλο έγκλημα. Για να τσακωνόμαστε μεταξύ μας (όλοι γελάσαμε μέχρι δακρύων και κλάψαμε για τον πολιτικό «νανισμό» των πολιτικών μας ταγών, στα πλαίσια της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής) και να μη δούμε «το δάσος που καίγεται» πίσω από την πολιτική –και ίσως νομική- καταδίκη του πρώην υπουργού. Χάνουμε την ουσία. Και δεν κάνουμε τίποτα για να τη διεκδικήσουμε πίσω.

 Η «λίστα Λαγκάρντ» είναι μια ακόμα ιστορία Ελληνικής τρέλας.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Αμετροέπεια, υπερβολή, σήψη και υποκρισία. Με μια λέξη...ΜΜΕ!


Οι επιστήμονες λένε ότι "είμαστε ότι τρώμε". Το σώμα λαμβάνει από την προσλαμβάνουσα τροφή, όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία που υποστηρίζουν τις λειτουργίες του σώματος. Συνεπώς η ποιότητα της τροφής επηρεάζει βαθύτατα τις επιδόσεις του ανθρώπινου οργανισμού. Μετά τη διαδικασία της πέψης, ο οργανισμός αποβάλλει ότι δεν είναι περαιτέρω αξιοποιήσιμο είτε μέσω του ουροποιητικού συστήματος είτε μέσω του εντέρου. Οι εξετάσεις που κάνουμε για να διαπιστώσουμε την υγεία μας, περιλαμβάνουν εξετάσεις ούρων και κοπράνων. Εκεί αποτυπώνονται οι καλές και οι κακές μας συνήθειες.

Ας γυρίσουμε στην σημαντικότητα της ποιότητα της προσλαμβάνουσας τροφής. Και ας κάνουμε έναν παραλληλισμό. Σκεφθείτε ποιες ήσαν οι "τροφές" που καταναλώσαμε την τελευταία 40ετία σε επίπεδο ΜΜΕ. Σκεφθείτε ότι η χώρα απολάμβανε και απολαμβάνει σε καθημερινή βάση το "junk food" του Κουρή, του Τράγκα, του Κακαουνάκη, του Αυτιά, της Τρέμη, του Πρετεντέρη, του Ευαγγελάτου, της Τατιάνας, της Σταματέλου, του Φώτη και της Μαρία, του Troktiko και του κάθε απίθανου με κατάληξη .gr, ή com.
Όλοι πέρασαν ή είναι στην κορυφή των προτιμήσεων του πόπολου, διότι όπως και να τα κάνουμε είναι δύσκολο να επιλέξεις τα "βραστά χόρτα", όταν δίπλα σου είναι το "αχνιστό burger με την κέτσαπ και τις πατάτες". Μόνο που αν κάθε μέρα ταϊζεις τον οργανισμό "burger"-"σουβλάκια"-"πίτσες", καλό θα είναι να μην "κοιτάξεις" τα "κοπρανά" σου. Γιατί θα έχουν το φαιό χρώμα της Χρυσής Αυγής και αυτό δε θα πρέπει να σε εκπλήσσει.

Όταν έχεις εκχωρήσει τις εγκεφαλικές σου λειτουργίες και την κριτική σου σκέψη στον "εμετό" του Τράγκα, στις βαθυστόχαστες αρλούμπες του Πρετεντέρη, όταν εμπιστεύεσαι αμάσητον κάθε "Ανυπαρκτίδη" που γράφει στον "ειδησεογραφικό" του ιστότοπο οποιαδήποτε αοριστία, ψέμα ή προβοκατόρικη "είδηση", όταν το μόνο που σε νοιάζει είναι με ποιόν κοιμήθηκε κάθε πορνίδιο της showbiz και αυτό σου δίνει πρότυπο και στάσης ζωής, ποιά πιστεύεις ότι είναι η κατάληξη που σου αξίζει;
Όταν για 40 χρόνια μια ολόκληρη κοινωνία περιστρέφεται γύρω από το "κακαοφτιαγμένο", από το χωρίς αισθητική, από το χωρίς αξίες, από το χωρίς ποιότητα..., γιατί εκπλήσσεσαι που έχεις αυτά τα χάλια. Προφανώς τα "κόπρανά" σου θα είναι αποκρουστικά. Από τη φύση τους είναι αποκρουστικά! Αν όμως έχεις αυτές τις διατροφικές συνήθειες, εκτός από αποκρουστικά γίνονται και επικίνδυνα.

Ζούμε στην εποχή όπου ισχύει απολύτως το ρητό. "Χάσαμε τη σοφία για τη γνώση... και τη γνώση για την πληροφορία". Τί να την κάνεις την πληροφορία όταν δεν έχεις νού να τη διαχειριστεί;


  • Είναι δυνατόν σήμερα να έχουμε τα ΜΜΕ να "εκπλήσσονται" από τα έργα της ΧΑ;
  • Είναι δυνατόν να μην ξέρουν ότι όλα τα κόμματα έχουν "στρατούς", αντίστοιχους με αυτούς των ομάδων; Και να "καταρρέουν" μεγαλοσχήμονες "δημοσιογράφοι" μπροστά στις κάμερες από την έκταση του φαινομένου;
  • Είναι δυνατόν να μη θυμόμαστε ότι η ΧΑ "κατέλαβε" το κενό που το κράτος άφησε, κάτω από την απαίτηση του "εκδημοκρατισμού" του δημόσιου χώρου, με κύριο μοχλό πίεσης το δημοσιογραφικό κατεστημένο; 
  • Είναι δυνατό να μη θυμόμαστε το ρόλο των μεγάλων ΜΜΕ στη γιγάντωση της συλλογικής αντίληψης που κυριαρχεί στην κοινωνία ότι οι μετανάστες είναι εγκληματίες; Ποιός το "έχτισε" αυτό;
  • Είναι δυνατόν να λέμε ότι η δικαιοσύνη αφήνετε στο έργο της, αλλά να ξεχνάμε ότι αυτό να το θυμήθηκε τώρα που πήρε εντολή να δράσει;


Έχουμε φτάσει στο σημείο, όπου τα άτομα που προσωποποιούν τους θεσμούς σε αυτή τη χώρα να είναι στην πλειοψηφία τους κατώτεροι των περιστάσεων. Οι πολιτικοί νοιάζονται για το τί θα γίνει στις επόμενες εκλογές, οι δημοσιογράφοι για τα νούμερα σήμερα το βράδυ και τελικά οι πολίτες να έχουν χάσει απολύτως τη σχέση τους με αυτό που προσδιορίζει ο όρος του πολίτη.
Η εμπιστοσύνη είναι κάτι που κερδίζεται. Αν τα ΜΜΕ δεν έχουν προδώσει την εμπιστοσύνη που τους έδειξε η κοινωνία, γιατί συνεχίζουμε να τα "καταναλώνουμε" και να μας αφήνουν -αβασάνιστα- να μας επιβάλλουν την τρέχουσα αντίληψή τους;
Μια είναι η λύση. Να βάζουμε το μυαλό μας να δουλεύει. Να επιλέγουμε ή να απορρίπτουμε. Να μην καταναλώνουμε ότι μας βάζουν μπροστά μας. Και να αμφισβητούμε -καλοπροαίρετα- ότι μας πασάρουν. Να το ψάχνουμε. Από όλες τις μεριές. Και μετά να αποκρυσταλλώνουμε άποψη.



Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση: Φληναφήματα για αφελείς. Τα ακραία προβλήματα απαιτούν δραστικές λύσεις.

Υπάρχουν πολλοί ακαδημαϊκοί και μη, που πιστεύουν ότι ο νόμος πλαίσιο για την παιδεία ήταν «μπροστά από το χρόνο του». Εισήγαγε διατάξεις με τις οποίες η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να «σπρώξει» το Ελληνικό ακαδημαϊκό περιβάλλον, προς το Ευρωπαϊκό. Μετά από λίγα χρόνια (το 1986) ο σχεδιασμός ολοκληρώθηκε με την θεσμοθέτηση της «μαθητικής κοινότητας» ως αυτόνομο πόλου εντός της σχολικής μονάδας.

Η Ελληνική κοινωνία έγινε πολύ σοφότερη τα τελευταία 4χρόνια. Έχοντας υποστεί τις συνέπειες σειράς ιδεοληψιών που εγκατεστάθησαν με μαεστρία σε αυτήν κατά τη 10ετία του ’80, όλο και περισσότεροι πολίτες επανεξετάζουν και αξιολογούν –σοφότεροι πιά- όλα όσα «κατακτήθηκαν» εκείνη την περίοδο. Πλέον, γίνεται κατανοητό ότι το ζητούμενο από το εν λόγω νομοθέτημα ήταν η άλωση κάθε μη προνομιακού -για το ΠΑΣΟΚ- χώρου.

Η διοικητική αποδόμηση με την κατάργηση των φυσικών προϊσταμένων στη δημόσια διοίκηση καθώς και η διεύρυνση των «εκλεκτορικών» σωμάτων, ώστε να είναι πιθανότερη η εκλογή του εκλεκτού του τότε πολιτικού προϊσταμένου των Πανεπιστημιακών, οδήγησε σε απαξίωση του ελεγκτικού μηχανισμού, την κατάπτωση του διδακτικού έργου και την έντονη κομματικοποίηση του ακαδημαϊκού ζωτικού χώρου.

Από τότε, σε όλα τα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας –από το δημοτικό όπου ο δάσκαλος εγκαλείτο μόνο για το αν προσερχόταν στην ώρα του στο σχολείο, μέχρι τον Πρύτανη που για να εκλεγεί έπρεπε να «τα έχει βρεί με τις κομματικές νεολαίες»- κυριάρχησε ο κομματισμός, εξοβελίζοντας –εξ ορισμού- την αξιοκρατία, την πρόοδο και την παραγωγή άξιων πολιτών. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή, από το τύποις επιδιωκόμενο από το πνεύμα του νόμου του 1982.

Αυτό που επακολούθησε ήταν η «μαζική παραγωγή» πολιτών περιορισμένης αντίληψης, αμυνών, αισθητικής, κοινωνικής και ακαδημαϊκής παιδείας. Πολιτών χωρίς κριτική σκέψη και πολιτικό αισθητήριο περι του ορθού.
Και ως αποτέλεσμα αυτού, φτάσαμε στην οικονομική έκφανση της Ελληνικής κρίσης.

Όσο η Ελληνική πολιτεία δεν υλοποιεί αντίρροπες –ή υλοποιεί ελλείπεις και αποσπασματικές- πολιτικές στον τομέα της παιδείας, η χώρα θα παραμένει βαλτωμένη. Γιατί οι πολίτες της δε θα έχουν επανακτήσει εκείνα τα στοιχεία πολιτισμού που θα τους επιτρέψουν την συλλογική ανάταση της χώρας.

Η πρόταση για την απαγόρευση κάθε κομματικής διεργασίας εντός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κάθε βαθμίδας και η αξιολόγηση όλων των εμπλεκομένων σε κάθε στάδιο της παραγωγής του εκπαιδευτικού έργου είναι από μόνα τους επαρκή μέτρα για την ανάταση των Αρμαγεδωνικών συνεπειών της πολιτικής που εισήγαγε ο νόμος πλαίσιο του 1982. Απλά θα χρειαστεί συνέπεια, συνέχεια και πειθαρχία στην υλοποίηση της νέας δομής της παιδείας ώστε να φανούν τα αποτελέσματα εντός 20ετίας. Τότε δηλαδή, που θα μπούν στην «παραγωγή», δύο(2) μαθητικές γενιές.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Αντισυστημικά κόμματα, Μ.Μ.Ε., συμπεριφορές..Ωραία!!! Και τώρα τί;

Πολλά έχουν ειπωθεί, γραφθεί και συζητηθεί για την ευθύνη που έχουν (ή δεν έχουν) οι πολίτες για τις αστοχίες, τις παραλήψεις ή τα εγκλήματα που διαπράττουν οι πολιτικοί ταγοί στο όνομα της δημοκρατίας.
Επιχειρήματα, υπάρχουν ισχυρά εκατέρωθεν! Ο καθένας έχει σχηματίσει την άποψή του. Σπάνια, αυτή η άποψη είναι σταθερή για την πλειοψηφία των πολιτών. Η αμφιθυμία εμφανίζεται και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις αλλά κυρίως αποτυπώνεται σε διάφορες έρευνες της κοινής γνώμης.

Μέσα από την επανεξέταση και αναθεώρηση των δεδομένων στις οποίες «καταδίκασαν» τη χώρα οι μνημονιακές της δεσμεύσεις, δημιουργήθηκε ένας σαφώς ευδιάκριτος χώρος που διατρέχει οριζόντια το πολιτικό φάσμα. Ο χώρος των αντιμνημονιακών-αντισυστημικών φορέων πολιτικής, κινημάτων πολιτών και μέσων μαζικής ενημέρωσης. Το βασικό χαρακτηριστικό των θέσεων όλων αυτών, είναι ο θυμός. Είναι ο θυμός που εύκολα ξεπηδά από την άρνηση κάθε ευθύνης των πολιτών για τις στρεβλώσεις της δημόσιας σφαίρας αυτής της κοινωνίας και αυτού του κράτους. Οτιδήποτε ενδύεται τον μανδύα του αντιστυστημικού φαίνεται να «δικαιούται» τη χρήση με κυρίαρχο στοιχείο την έλλειψη τρόπων και ευγένειας. Στη μάχη που δίνεται για την διεκδίκηση της κοινωνικής αποδοχής, το πρώτο στοιχείο που χάνεται, είναι αυτό της ευγένειας. Εξ άλλου, σε κάθε πόλεμο, τον πρώτο πράγμα που εκχωρείτε-θυσιάζεται είναι η ευγένεια.

Κόμματα που φασίζουν (φαιά ή ερυθρά), ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα που λαϊκίζουν, ομάδες πολιτών που παραλογίζονται. Και όλα αυτά «πέφτουν» πάνω σε ένα λαό, που «μπήκε» στην κρίση, έχοντας ήδη απολέσει τα βασικά δομικά στοιχεία ενός  συνεκτικού κοινωνικού ιστού. Χωρίς κριτική ικανότητα, χωρίς σεβασμό στον συμπολίτη, χωρίς αυτοκριτική διάθεση, η Ελληνική κοινωνία χωρίζεται σε αυτούς που ακολουθούν τον εύκολο αντισυστημικό/αντιμνημονιακό δρόμο και σε αυτούς που χωρίς σχέδιο, προσπαθούν να πείσουν ότι το σύστημα μπορεί να οδηγήσει τη χώρα έξω από την οικονομική κρίση.


Δεν έχουμε καμία τύχη αν δε δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για ψυχραιμία. Κάθε ένας από εμάς, δε έχει πλέον την πολυτέλεια να απαντά θυμωμένος και να αποφασίζει για το τι είναι καλό ή κακό –για τον ίδιο και τους γύρω του- όταν είναι λυπημένος και υπό πίεση. Πρέπει να αφήσουμε χώρο στη λογική. Και να την εμπιστευθούμε. Η λογική ήταν πάντα -και θα είναι- η πιο ασφαλής διαδικασία για την προσέγγιση  της λύσης. Ιδιαίτερα για εμάς που ως κράτος φτάσαμε ως εδώ ακριβώς λόγω του παροπλισμού της. Λόγω της εγκατάλειψης της σε ατομικό, συλλογικό και πολιτικό επίπεδο.