Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Η βουλευτική αποζημίωση. Ούτε βουλευτική, ούτε αποζημίωση.

Εδώ και μερικές μέρες, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης και για το κατά πόσον αυτή είναι δίκαιη. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας τοποθετείται στο θέμα με αρκετό θυμό με αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία της συζήτησης που θα έπρεπε να ανοίξει.

Στη συζήτηση αυτή, το ρόλο του φιτιλιού παίζουν –για πολλοστή φορά- με εξαιρετική επάρκεια τα ΜΜΕ. Ηλεκτρονικά, έντυπα και ψηφιακά. Ο τρόπος κάλυψης τους θέματος γίνεται –στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων- με «γηπεδικούς» όρους. Με κατάληξη, η κοινωνία να οδηγείται σε «γηπεδικές» συμπεριφορές.

Θα ήθελα να αποπειραθώ μια ψύχραιμη προσπάθεια προσέγγισης του θέματος.

Ετυμολογικά η «αποζημίωση»  αφορά το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά από τον υπαίτιο ή αφορά στην υλική ή ηθική ανταμοιβή που κερδίζει κάποιος για τους κόπους του και την προσφορά του.
Στην πρώτη περίπτωση της ετυμολογίας δεν εμπίπτουν οι βουλευτές.
Στη δεύτερη –και χωρίς ίχνος απόπειρας αξιολόγησης του έργου και της προσφοράς τους, που δεν είναι αντικείμενο της παρούσης- γεννώνται δύο ερωτήματα:
  • Πρώτον, η προσφορά και η συμμετοχή τους στα κοινά δεν ήρθε ως αποτέλεσμα κάποιου πειθαναγκασμού από την κοινωνία, αλλά αποτελεί προσωπική επιλογή ενός εκάστου. Άρα η αποζημίωση δεν μπορεί να έχει  μορφή και χαρακτήρα μόνιμο, αλλά θα έπρεπε να  προκύπτει από την αναγνώριση της κοινωνίας στο πρόσωπο του βουλευτή και θα έπρεπε να συναρτάται με την «προσφορά» σε αυτήν. Άρα δε έπρεπε όλοι οι βουλευτές να «αποζημιώνονται» με τον ίδιο τρόπο, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση η συμβολή τους στο κοινωνικό σύνολο δεν είναι η ίδια για όλους.
  • Δεύτερον, ακόμα και αν είχε μόνιμο χαρακτήρα, θα έπρεπε να συναρτάται από την εκάστοτε δυνατότητα του «ευεργετιθέντος» κοινωνικού συνόλου προς το σώμα των βουλευτών. Δηλαδή, μια πλούσια κοινωνία θα μπορούσε να «αποζημιώνει» τους αντιπροσώπους της με άλλο επίπεδο παροχών από μια άλλη κοινωνία χαμηλότερων δυνατοτήτων.  



Ειδικότερα η «βουλευτική αποζημίωση» ονομάστηκε έτσι γιατί έπρεπε να αποζημιώνονται καθώς η απομάκρυνση από την μόνιμη εργασία τους, τους έπληττε οικονομικά. Μετά την άρση του ασυμβίβαστου των βουλευτών το 2008 όπως αποφάσισε η Αναθεωρητική Βουλή, καταπίπτει η υποχρέωση να μην έχουν άλλες δραστηριότητες προσπορισμού. Εδώ γεννώνται δύο ερωτήματα:
  • Πρώτον, Πώς θα «αποζημιώνονται» όσοι είναι «παιδιά του κομματικού σωλήνα» και δεν έχουν ασκήσει ποτέ τους βιοποριστικό επάγγελμα και
  • Δεύτερον, τι θα γίνει με αυτούς τους αντιπροσώπους που λόγω της πολιτικής στους ιδιότητας και θέσης (π.χ. υπουργοί) δεν έχουν οποιαδήποτε δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν στο επάγγελμά τους για να έχουν πόρους.



Πολιτικά, η αποζημίωση έχει το χαρακτήρα της αποδέσμευσης του πολιτικού προσωπικού από πειρασμούς που μπορεί να προκύψουν από την αναγκαστική του συμπόρευση με οικονομικά, δημοσιογραφικά, συντεχνιακά και άλλα συμφέροντα. Θεσπίσθηκε για να προασπίσει τη λειτουργία της δημοκρατίας και για να θωρακίσει με οικονομικούς πόρους, την ακεραιότητας της γνώμης του αντιπροσώπου του εκλεκτορικού σώματος. Και εδώ γεννώνται δύο ερωτήματα:
  • Πρώτον, πώς μπορεί να εξασφαλιστεί αυτή η στεγανότητα αντιμετώπισης του φαινομένου της διάχυσης συμφερόντων μεταξύ των προαναφερόμενων χώρων και των πολιτευτών, αφ ής στιγμής οι περισσότεροι βουλευτές εκλέγονται με τη χορηγική στήριξη επιφανών οικονομικών παραγόντων και
  • Δεύτερον, τι άλλο μπορεί να γίνει-πέρα και εκτός της «αποζημίωσης»- για να περιοριστούν οι «σειρήνες» του κέρδους με ταπεινά ελατήρια.



Ιχνηλατώντας τα ερωτήματα που τίθενται για την βουλευτική αποζημίωση, νομοτελειακά βρισκόμαστε απέναντι σε πολλαπλά πολιτικά ερωτήματα που απλά είχαν ως αφετηρία και αφορμή το ερώτημα για το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης.

Δηλαδή, ως κοινωνία πρέπει να απαντήσουμε σε θεμελιώδη ερωτήματα όπως ας πούμε:
  • 1.       Αν θα πρέπει να συνδέσουμε το ύψος της «αποζημίωσης» με το αποτέλεσμα που παρήγαγε ένας πολιτικός στο πέρασμά του από τη βουλή.
  • 2.       Αν θα πρέπει να το συνδέσουμε με τον παραγόμενο πλούτο ή με κάποιο δείκτη οικονομικής ευρωστίας του κράτους. Αν δηλαδή θα πούμε ότι η βουλευτική αποζημίωση θα είναι Χ φορές ο κατώτερος μισθός που εκάστοτε ισχύει.
  • 3.       Αν θα συνεχίσουμε να έχουμε επαγγελματίες πολιτικούς, ή θα δημιουργήσουμε προϋποθέσεις φυσικής αντικατάστασης του πολιτικού προσωπικού. Αν δηλαδή θα ορίσουμε συνταγματικά ότι κάθε πολίτης θα μπορεί να ασχολείται με τα κοινά σε εθνικό επίπεδο έως 10χρόνια στο σύνολο της βιολογικής ζωής του. Και όταν αναφέρομαι σε εθνικό επίπεδο, εννοώ, υπουργούς, βουλευτές, διοικητές ΔΕΚΟ, περιφερειάρχες κλπ.
  • 4.       Αν θα πρέπει η αποζημίωση να συνδέεται με την προ πολιτικής δραστηριότητας του πολιτικού οικονομική του επιφάνεια (π.χ. να συμφωνήσουμε ότι θα εισπράττουν Χ φορές τα ετήσια εισοδήματα τους, της τελευταίας 5ετίας πριν την εκλογή τους).
  • 5.       Αν θα συμφωνήσουμε ότι το σύνολο των λοιπών πολιτικών τους εξόδων θα αναληφθεί από το κράτος ή όχι.
  • 6.       Αν η εκλογή των 300 (ή 200) αντιπροσώπων μας θα προκύπτει από κομματική λίστα ή από λαϊκή εντολή ή αν και τα δύο οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που ζούμε σήμερα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οπότε οδηγούμαστε στην ανάγκη να βρούμε άλλον τρόπο εκλογής των μελών του νομοθετικού σώματος μέσα από μορφές αμεσότερης δημοκρατικής αντιπροσώπευσης.


Είναι πρόδηλο ότι μέσα από τα ερωτήματα που θέτω και τις διαζευκτικές απαντήσεις σε αυτά, προτείνω την ατζέντα συζήτησης για το μέλλον της πολιτικής στη χώρα μας. Όχι μέσα από την αποδόμησή της αλλά από την ενίσχυση του ρόλου της. Από την ανανέωσή της, τη σύνδεσή της με την κοινωνία σε επίπεδο αναγκών και οικονομικών δυνατοτήτων της.

Προφανώς δεν ανακαλύπτω τον τροχό. Δεν είμαι ο πρώτος που ασχολείται με το θέμα. Η εκτίμησή μου είναι ότι όσο «σαλαμοποιούμε» τη «μεγάλη εικόνα» και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε περιπτωσιολογικά κάθε πρόβλημα, τόσο αγνοούμε ότι το σύνολο της κοινωνίας «καρκινοβατεί» ενώ εμείς πανηγυρίζουμε για την ίαση του «κρυολογήματος».

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

1823-2013: 190 χρόνια εμφύλιος πόλεμος!!!

Πολιτισμός –λένε- παράγεται από έναν λαό όταν αυτός είναι εγκατεστημένος, δεν είναι σε διωγμό και δεν είναι σε πόλεμο. Προφανώς, δε μπορείς να παράγεις πολιτισμό όταν είσαι «τσιγγάνος». Όταν μετακινείσαι δε μπορείς να γίνεις μέρος του περιβάλλοντος σου και συνεπώς λίγα πράγματα μπορείς να κάνεις για να το επηρεάσεις. Αντίστοιχα, προφανώς δε μπορεί να παράγει πολιτισμό ένας λαός σε διωγμό όταν το πρώτο που καλείται να υπερασπιστεί είναι η υπόστασή του από τον διώκτη του. Τέλος, όταν είσαι με πόλεμο, όλες οι παραγωγικές δυνάμεις και η φαιά ουσία «κατευθύνεται» στο πώς θα καταστρέψεις τον αντίπαλο και όχι πώς θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος.

Όσο περνούν τα χρόνια, αυτό το τελευταίο για την «εμπόλεμη κατάσταση» μου τριβελίζει το μυαλό.
Ποια είναι η σχέση του Έλληνα με την εμφυλιοπολεμική πρακτική και συμπεριφορά; Από μικρός θυμάμαι τις ιστορίες με τον «γάιδαρο» και τον «μουσουλμάνο». Στην πρώτη περίπτωση, αυτό που ενόχλησε ήταν το γεγονός ότι ο «άλλος» Έλληνας είχε γάϊδαρο, ενώ ο ήρωάς μας, όχι. Και έπρεπε να τιμωρηθεί, με το να του ψοφήσει ο γάϊδαρος. Στη δεύτερη ιστορία, όσο κι αν προσπαθούσε ο Τούρκος να «βάλει κάτω» τον Έλληνα δεν τα κατάφερνε. Μόλις οι Έλληνες που τον πάλευαν έγιναν δύο, η νίκη του ήταν σίγουρη. Άφησε τη διχόνοια να κάνει τη δουλειά της.

Είμαστε ένας λαός, που ο «εμφύλιος πόλεμος» είναι στην καθημερινότητά μας: Στην ουρά στο φαρμακείο, στο φανάρι, στο πλατφόρμα πρίν την επιβίβαση στο τραίνο, στο... στο… στο..!
Μεγαλώνοντας και μελετώντας ιστορία έμαθα ότι ο πρώτος εμφύλιος μετά την επανάσταση του 1821, ήταν το ’23 και ο δεύτερος το ’24. Και να φανταστεί κανείς, ότι ακόμα δεν υπήρχε επίσημο Ελληνικό κράτος. Με αιτία, τα οφίκια. Τη μάσα. Την κουτάλα. Κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ο «μουλωχτός» εμφύλιος, μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΔΕΣ-ΕΛΑΣ), για το ποιος είναι πιο πατριώτης και ποιος σκοτώνει καλύτερα του Γερμανούς κατακτητές. Και βέβαια ήταν η αρχή του κανονικού εμφυλίου, που αποτελείωσε τη χώρα.

Εν τω μεταξύ είχαν γίνει άλλοι «μουλωχτοί» εμφύλιοι που ξεπερνούσαν κατά πολύ την πολιτισμένη πολιτική αντιπαράθεση και έφταναν ακόμα και στην ανοικτή δίωξη και γιατί όχι, στη φυσική εξόντωση του αντιπάλου. Η διάχυση αυτή της έχθρας στο πόπολο ήταν μαεστρικά μεθοδευμένη από το πολιτικό προσωπικό, ώστε ο αντίπαλος να θεωρείτε μίασμα, αν όχι και εχθρός του κράτους και του λαού. Ιδού μερικά παραδείγματα αυτών των δίπολων:
  • Καποδίστριας-Δηληγιάννηδες
  • Τρικούπης-Δηλιγιάννης
  • Βενιζελικοί-Αντιβενιζελικοί
  • Πρόσφυγες-Ελλαδίτες
  • Μεταξικοί-Κομμουνιστές
  • ΕΔΕΣ-ΕΛΑΣ
  • ΕΛΑΣ-Γερμανοτοσλιάδες
  • Μικρό διάλλειμα για τον κανονικό εμφύλιο.
  • Πατριώτες-Κομμουνιστές
  • Ένωση Κέντρου-Παλάτι
  • Καραμανλής -Παπανδρέου
  •  Εθνοσωτήριος-Κομμουνιστικός κίνδυνος
  • Δεξιά-Αριστερά
  • Παπανδρέου-Μητσοτάκης
  • Δραχμή-Ευρώ
  • Μνημονιακοί-Αντιμνημονιακοί

Αδιαλείπτως και από ιδρύσεως, το «χαράκωμα» που χωρίζει τους Έλληνες σε μιάσματα και πατριώτες είναι εδώ και επηρεάζει τις τύχες μας. Αυτή η εμμονική -και άξια ψυχαναλυτικής ανάλυσης έχθρα μεταξύ μας- κατευθύνει όλη μας την ενέργεια στην καταστροφή του «άλλου». Λίγο μας νοιάζει αν αυτός ο άλλος είναι καλύτερος από εμάς –και ενίοτε χρησιμότερος. Το σημαντικό είναι να τον καταστρέψουμε. Να προβληθούμε μέσα από την αποδόμησή του. Όχι από τη δική μας αξιοσύνη.

Η αγαπημένη μου στήλη στο «Κ» της Κυριακάτικης Καθημερινής, είναι αυτή που λαμβάνει συνεντεύξεις Ελλήνων της διασποράς, που μεγαλουργούν στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Που καταλήγουν όλοι; Στο ότι τα κράτη της Εσπερίας, παρέχουν στους συμπατριώτες μας τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την πρόοδο. Που δεν είναι άλλη από την αξιοκρατία. Αυτή η αξία, είναι η βασικότερη κοινωνική παράμετρος λειτουργίας ενός ευνομούμενου κράτους δικαιοσύνης και του συνεπακόλουθου αισθήματος ασφάλειας που αυτή τροφοδοτεί στον κοινωνικό ιστό.

Στη δική μας κοινωνία, η χαρά του διπλανού είναι αφορμή για την εκδήλωση των ταπεινότερων αισθημάτων. Κανένας δεν έχει πιάσει μια δουλειά γιατί το άξιζε. Όλοι είναι «γλύφτες», έχουν «γνωστό», έχουν «ωραίο μπούστο», τους «κάθονται». Το 2σέλιδο βιογραφικό σπάνια ο λόγος της πρόσληψης. Και όταν υπάρχουν αναφορές σε αυτό, τότε «ο Γιαννάκης μου έχει μεγαλύτερο βιογραφικό-γιατί δεν έχει δουλειά;»
Έτσι, και αφού αυτές είναι οι παραδοχές της επιτυχίας του άλλου, αυτές τις αξίες παλεύουμε να προσθέσουμε στο βιογραφικό μας. Οι τακτικές που χρησιμοποιούμε για την επίτευξη του στόχου είναι το γλύψιμο, ο γνωστός και η προκλητική εμφάνιση. Με αποτέλεσμα η ανακύκλωση της αναξιοκρατίας να αποδομεί το αίσθημα δικαιοσύνης και ο κύκλος της αναξιοπρέπειας καθίσταται ο καμβάς πάνω στον οποίο λειτουργεί η κοινωνία, οι επιχειρήσεις, το κράτος.

Είναι παρανοϊκό. Είναι Ελληνικό. Είναι ο διαρκής, άτυπος, υποβόσκων εμφύλιος πόλεμος.
Εκεί πρέπει να ρίξουμε την προσοχή μας. Αυτό το "καρκινικό" χαρακτηριστικό της εθνικής διχόνοιας πρέπει να σταματήσει. Αυτό ρουφάει κάθε ικμάδα τους Έθνους. 

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Social Media: Η εκτέλεση μιας νέας αγοράς από τα ίδια της τα «παιδιά», για εφήμερα κέρδη.

Εδώ και πολύ καιρό βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «τσουνάμι» σεμιναρίων για την εκπαίδευση επαγγελματιών στην ορθή χρήση και τις τεχνικές στο περιβάλλον των social media.
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η τακτική των «εκπαιδευτών» είναι δυναμίτης στα θεμέλια της ίδιας της δουλειάς τους. Δημιουργούν, ιδία βουλήσει, τις προϋποθέσεις αποδόμησης της αγοράς-στόχος τους.

Η επικοινωνία στα social media δεν έχει τίποτα διαφορετικό από την επικοινωνία στα άλλα μέσα επικοινωνίας. Ο βαθμός, η ένταση και η έκταση χρήσης τους, εντάσσεται ή όχι στη συνολική επικοινωνία της μάρκας, ανάλογα με τους στόχους της επικοινωνίας. Οι βασικές αρχές που διέπουν τη αξιολόγηση της χρηστικότητας του μέσου, δε μπορεί και δεν πρέπει να εκφεύγουν από τις αυτές που χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για όλα τα άλλα μέσα. Οι τακτικές διαφέρουν, αλλά ούτε αυτό είναι νέο για την επικοινωνία. Για να μην ξεχνιόμαστε, αυτά που κανείς επιδιώκει με μια ολοσέλιδη καταχώρηση σε κυριακάτικη εφημερίδα, απέχει παρασάγγας από τις προσδοκίες που έχει από τη χορηγία σε έναν μουσικό ραδιοφωνικό σταθμό.

Τα σεμινάρια social media που απευθύνονται σε στελέχη επιχειρήσεων και όχι σε επαγγελματίες της επικοινωνίας, δημιουργούν τάξεις ημιμαθών που ως γνωστόν, είναι ότι χειρότερο μπορεί να τύχει στους ίδιους και τους συνεργάτες τους. Και αυτό διότι ως μη διαφημιστές δε μπορούν να χειρίζονται ένα διαφημιστικό μέσο. Είναι τόσο απλό. Για να το θέσω στις διαστάσεις του, όπως εγώ τις αντιλαμβάνομαι, θα καταφύγω σε ένα παράδειγμα με παραπομπή στο “universe truth”: Το ότι μπορεί κανείς να παρακολουθήσει σεμινάριο «πρώτων βοηθειών», αυτό δεν τον καθιστά γιατρό.
Επιπροσθέτως, το περιβάλλον των s.m. μεταβάλλεται με τέτοιους ρυθμούς που είναι αρκετά δύσκολο να το παρακολουθήσουν ακόμα και επαγγελματίες που η ενασχόληση με το συγκεκριμένο μέσο είναι full-time-job. Καθόσον «χτίζεται» η αγορά αυτού του μέσου, η ημιμάθεια δημιουργεί στρεβλή αντίληψη για το «ευκταίο» και το «δυνατό».

Θεωρητικά θα μπορούσε κανείς να θέσει το ερώτημα, γιατί άραγε να μην υπάρχουν αντίστοιχα σεμινάρια δημιουργικής στρατηγικής ή στρατηγικής tv buying. Μα είναι απλό. Για τη μέν πρώτη, ο διαφημιζόμενος (από τον CEO μέχρι την καθαρίστρια) έχει –ούτως ή άλλως- άποψη που βασίζεται συνήθως στα προσωπικά του κριτήρια, «πασπαλισμένη» με λίγο από «στρατηγική», ενώ στην δεύτερη, είναι τόσο τεχνοκρατική δουλειά και απαιτεί πρόσβαση σε τόσα στοιχεία, ώστε τα σχόλια περιορίζονται –στη χειρότερη περίπτωση- στο «γιατί μου έβαλες την Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων, δεν είναι ωραία ταινία». Άρα, τι να τα κάνει τα σεμινάρια!
Στον αντίποδα έχουμε τα social media. Ξαφνικά όλοι θέλουν να εκπαιδεύσουν τους άλλους. Για ίδιον όφελος προσπορισμού. Για το «σήμερα». Γιατί για «αύριο», δε θα υπάρχει πελάτης να σεβαστεί τη δουλειά μας.
«Αυτό το κάνω κι εγώ!!! Εσύ γιατί πρέπει να πάρεις (π.χ.)1.000€ το μήνα για να το κάνεις». Και άντε μετά να πείσεις αυτόν τον ημιμαθή -που εσύ «κατασκεύασες»- με το επιχείρημα ότι «η παρακολούθηση 1-2 σεμιναρίων δε τον κάνει άνθρωπο της επικοινωνίας».

Η αμετροέπεια της Ελληνικής κοινωνίας δε θα μπορούσε να μην εισέρχεται στα του οίκου μας. Απλά ήλπιζα ότι τα μέλη της κοινότητας της επικοινωνίας –ως πιο μορφωμένα και με πληθώρα προσλαμβανουσών σε καθημερινή βάση- θα είχαμε μεγαλύτερη συνείδηση του ρόλου μας και της βαρύτητας των πράξεών μας.


Δύο είναι οι τρόποι για να επανακτήσουμε την σοβαρότητά μας ως κλάδος στο συγκεκριμένο θέμα. Ο ένας είναι τα σεμινάρια αυτά να μπορούν να τα παρακολουθούν μόνο στελέχη εταιριών του κλάδου της επικοινωνίας και άνεργοι με ενδιαφέρον για αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο δεύτερος τρόπος τα σεμινάρια αυτά, να είναι όντως μια ολοκληρωμένη γνώση. Να είναι μακρόχρονα και με διαρκείς και σαφείς αναφορές στις αρχές της επικοινωνίας. Δεν είναι τεχνικό το θέμα. Είναι επικοινωνία. Ας την αντιμετωπίσουμε ως τέτοια._