Εδώ και μερικές μέρες, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το
ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης και για το κατά πόσον αυτή είναι δίκαιη. Το
μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας τοποθετείται στο θέμα με αρκετό θυμό με
αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία της συζήτησης που θα έπρεπε να ανοίξει.
Στη συζήτηση αυτή, το ρόλο του φιτιλιού παίζουν –για
πολλοστή φορά- με εξαιρετική επάρκεια τα ΜΜΕ. Ηλεκτρονικά, έντυπα και ψηφιακά.
Ο τρόπος κάλυψης τους θέματος γίνεται –στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων- με «γηπεδικούς» όρους. Με κατάληξη, η κοινωνία να οδηγείται σε
«γηπεδικές» συμπεριφορές.
Θα ήθελα να αποπειραθώ μια ψύχραιμη προσπάθεια προσέγγισης
του θέματος.
Ετυμολογικά η «αποζημίωση» αφορά το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε
αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά από τον υπαίτιο ή αφορά στην υλική ή ηθική
ανταμοιβή που κερδίζει κάποιος για τους κόπους του και την προσφορά του.
Στην πρώτη περίπτωση της ετυμολογίας δεν εμπίπτουν οι
βουλευτές.
Στη δεύτερη –και χωρίς ίχνος απόπειρας αξιολόγησης του έργου
και της προσφοράς τους, που δεν είναι αντικείμενο της παρούσης- γεννώνται δύο
ερωτήματα:
- Πρώτον, η προσφορά και η συμμετοχή τους στα κοινά δεν ήρθε ως αποτέλεσμα κάποιου πειθαναγκασμού από την κοινωνία, αλλά αποτελεί προσωπική επιλογή ενός εκάστου. Άρα η αποζημίωση δεν μπορεί να έχει μορφή και χαρακτήρα μόνιμο, αλλά θα έπρεπε να προκύπτει από την αναγνώριση της κοινωνίας στο πρόσωπο του βουλευτή και θα έπρεπε να συναρτάται με την «προσφορά» σε αυτήν. Άρα δε έπρεπε όλοι οι βουλευτές να «αποζημιώνονται» με τον ίδιο τρόπο, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση η συμβολή τους στο κοινωνικό σύνολο δεν είναι η ίδια για όλους.
- Δεύτερον, ακόμα και αν είχε μόνιμο χαρακτήρα, θα έπρεπε να συναρτάται από την εκάστοτε δυνατότητα του «ευεργετιθέντος» κοινωνικού συνόλου προς το σώμα των βουλευτών. Δηλαδή, μια πλούσια κοινωνία θα μπορούσε να «αποζημιώνει» τους αντιπροσώπους της με άλλο επίπεδο παροχών από μια άλλη κοινωνία χαμηλότερων δυνατοτήτων.
Ειδικότερα η «βουλευτική αποζημίωση» ονομάστηκε έτσι γιατί
έπρεπε να αποζημιώνονται καθώς η απομάκρυνση από την μόνιμη εργασία τους, τους
έπληττε οικονομικά. Μετά την άρση του ασυμβίβαστου των βουλευτών το 2008 όπως
αποφάσισε η Αναθεωρητική Βουλή, καταπίπτει η υποχρέωση να μην έχουν άλλες δραστηριότητες
προσπορισμού. Εδώ γεννώνται δύο ερωτήματα:
- Πρώτον, Πώς θα «αποζημιώνονται» όσοι είναι «παιδιά του κομματικού σωλήνα» και δεν έχουν ασκήσει ποτέ τους βιοποριστικό επάγγελμα και
- Δεύτερον, τι θα γίνει με αυτούς τους αντιπροσώπους που λόγω της πολιτικής στους ιδιότητας και θέσης (π.χ. υπουργοί) δεν έχουν οποιαδήποτε δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν στο επάγγελμά τους για να έχουν πόρους.
Πολιτικά, η αποζημίωση έχει το χαρακτήρα της αποδέσμευσης
του πολιτικού προσωπικού από πειρασμούς που μπορεί να προκύψουν από την
αναγκαστική του συμπόρευση με οικονομικά, δημοσιογραφικά, συντεχνιακά και άλλα
συμφέροντα. Θεσπίσθηκε για να προασπίσει τη λειτουργία της δημοκρατίας και για
να θωρακίσει με οικονομικούς πόρους, την ακεραιότητας της γνώμης του
αντιπροσώπου του εκλεκτορικού σώματος. Και εδώ γεννώνται δύο ερωτήματα:
- Πρώτον, πώς μπορεί να εξασφαλιστεί αυτή η στεγανότητα αντιμετώπισης του φαινομένου της διάχυσης συμφερόντων μεταξύ των προαναφερόμενων χώρων και των πολιτευτών, αφ ής στιγμής οι περισσότεροι βουλευτές εκλέγονται με τη χορηγική στήριξη επιφανών οικονομικών παραγόντων και
- Δεύτερον, τι άλλο μπορεί να γίνει-πέρα και εκτός της «αποζημίωσης»- για να περιοριστούν οι «σειρήνες» του κέρδους με ταπεινά ελατήρια.
Ιχνηλατώντας τα ερωτήματα που τίθενται για την βουλευτική αποζημίωση,
νομοτελειακά βρισκόμαστε απέναντι σε πολλαπλά πολιτικά ερωτήματα που απλά είχαν
ως αφετηρία και αφορμή το ερώτημα για το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης.
Δηλαδή, ως κοινωνία πρέπει να απαντήσουμε σε θεμελιώδη
ερωτήματα όπως ας πούμε:
- 1. Αν θα πρέπει να συνδέσουμε το ύψος της «αποζημίωσης» με το αποτέλεσμα που παρήγαγε ένας πολιτικός στο πέρασμά του από τη βουλή.
- 2. Αν θα πρέπει να το συνδέσουμε με τον παραγόμενο πλούτο ή με κάποιο δείκτη οικονομικής ευρωστίας του κράτους. Αν δηλαδή θα πούμε ότι η βουλευτική αποζημίωση θα είναι Χ φορές ο κατώτερος μισθός που εκάστοτε ισχύει.
- 3. Αν θα συνεχίσουμε να έχουμε επαγγελματίες πολιτικούς, ή θα δημιουργήσουμε προϋποθέσεις φυσικής αντικατάστασης του πολιτικού προσωπικού. Αν δηλαδή θα ορίσουμε συνταγματικά ότι κάθε πολίτης θα μπορεί να ασχολείται με τα κοινά σε εθνικό επίπεδο έως 10χρόνια στο σύνολο της βιολογικής ζωής του. Και όταν αναφέρομαι σε εθνικό επίπεδο, εννοώ, υπουργούς, βουλευτές, διοικητές ΔΕΚΟ, περιφερειάρχες κλπ.
- 4. Αν θα πρέπει η αποζημίωση να συνδέεται με την προ πολιτικής δραστηριότητας του πολιτικού οικονομική του επιφάνεια (π.χ. να συμφωνήσουμε ότι θα εισπράττουν Χ φορές τα ετήσια εισοδήματα τους, της τελευταίας 5ετίας πριν την εκλογή τους).
- 5. Αν θα συμφωνήσουμε ότι το σύνολο των λοιπών πολιτικών τους εξόδων θα αναληφθεί από το κράτος ή όχι.
- 6. Αν η εκλογή των 300 (ή 200) αντιπροσώπων μας θα προκύπτει από κομματική λίστα ή από λαϊκή εντολή ή αν και τα δύο οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που ζούμε σήμερα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οπότε οδηγούμαστε στην ανάγκη να βρούμε άλλον τρόπο εκλογής των μελών του νομοθετικού σώματος μέσα από μορφές αμεσότερης δημοκρατικής αντιπροσώπευσης.
Είναι πρόδηλο ότι μέσα από τα ερωτήματα που θέτω και τις διαζευκτικές
απαντήσεις σε αυτά, προτείνω την ατζέντα συζήτησης για το μέλλον της πολιτικής
στη χώρα μας. Όχι μέσα από την αποδόμησή της αλλά από την ενίσχυση του ρόλου της.
Από την ανανέωσή της, τη σύνδεσή της με την κοινωνία σε επίπεδο αναγκών και οικονομικών
δυνατοτήτων της.
Προφανώς δεν ανακαλύπτω τον τροχό. Δεν είμαι ο πρώτος που
ασχολείται με το θέμα. Η εκτίμησή μου είναι ότι όσο «σαλαμοποιούμε» τη «μεγάλη
εικόνα» και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε περιπτωσιολογικά κάθε πρόβλημα, τόσο
αγνοούμε ότι το σύνολο της κοινωνίας «καρκινοβατεί» ενώ εμείς πανηγυρίζουμε για
την ίαση του «κρυολογήματος».