Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Γονιδιακή νομοτέλεια ή αποτέλεσμα εκπαίδευσης η ορθή κοινωνική συμπεριφορά;

 Ο Ράντολφ Ντιούκ στο «Πολυθρόνα για δύο» κέρδισε το στοίχημα που είχε βάλει με τον αδελφό του Μόρτιμερ. Ανεξάρτητα από το πόσο αυτό καθ’ εαυτό το στοίχημα ενόχλησε τον Έντυ Μέρφι (στο ρόλο του Μπίλι Ρέι Βάλενταϊν) και τον Ντάν Ακρόϊντ (στο ρόλο του Λούις Ουίνθορπ), η ταινία του 1983 ήρθε να δώσει ελπίδες σε όλους, ότι η επιτυχία και η ευτυχία απέχουν τόσο λίγο, όσο η απόφαση δύο εκκεντρικών εκατομμυριούχων να «παίξουν» με τα «θύματά» τους. Ή αλλιώς, ότι η πορεία του καθενός μας δεν είναι γονιδιακά δεδομένη, αλλά είναι αποτέλεσμα των συμπτώσεων του ποιοι είναι οι γονείς, ποιο το κοινωνικό τους status, ποιες ευκαιρίες μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά τους στη μόρφωση, τις γνωριμίες, την εργασία κλπ.

Πολύ πρόσφατα και με αφορμή το νέο κύμα Ελλήνων μεταναστών σε χώρες που μπορούν να απορροφήσουν ειδικευμένο εργατικό δυναμικό όλων των βαθμίδων, γνωστό site δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα δημοσιογραφικής έρευνας, με θέμα «τι δε μου λείπει από την Ελλάδα;». Τα Ελληνόπουλα που ζούν και εργάζονται σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά, και της Αυστραλίας, κλήθηκαν να καταγράψουν αυτά που «ασχημαίνουν» την εικόνα της πατρίδας. Προφανώς υπήρξαν αναφορές στις στρεβλώσεις λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Ωστόσο τα περισσότερα σχόλια –που παρέθεσε ο συντάκτης- αφορούσαν τη θέση και τη σχέση του Έλληνα με τον Έλληνα. Τα αποτελέσματα ήσαν απογοητευτικά για το ποιόν μας ως λαού. Οι αναφορές τους εντοπίζονταν σε φαινόμενα και πρακτικές των νέων συμπολιτών τους στα 4 έως 11 χρόνια της εκτός Ελλάδος ζωής τους.  

Αυτά που τους «πληγώνουν», είναι  κακογουστιά, η διχόνοια, το βόλεμα, η κουτοπονηριά, η λαμογιά, η απάθεια προς τον συνάνθρωπο,  η αγένεια, η άγνοια, η λεκτική και όχι μόνο βία, η τρομερή κουτοπονηριά στην ουρά, η ασέβεια του δημόσιου χώρου και του συνανθρώπου, η έλλειψη αίσθησης προσφοράς προς το κοινό καλό, ο ωχδελφισμός, ο ξερολισμός κλπ. Είναι δυνατόν όλα αυτά να μην απαντώνται σε άλλες κοινωνίες; Η απάντηση προφανής. Όχι, μόνο που δεν αποτελούν κοινό τόπο, αλλά επιμέρους πρακτικές κοινωνικών μονάδων. Εκεί δεν αποτελούν τον «καμβά», πάνω στον οποίο ζεί και δημιουργεί η κοινωνία. Είναι η εξαίρεση. Όχι ο κανόνας.

Όλα αυτά δε μας τα προσάπτουν οι κακοί Ολλανδοί, Γερμανοί, Αυστριακοί και λοιποί ορκισμένοι εχθροί του τόπου μας. Μα τα προσάπτουν τα παιδιά μας. Αυτά που εμείς –ως κράτος, χώρα, κοινωνία- διώξαμε «έξω» για να επιβιώσουν. «Κοιτώντας» πίσω στην πατρίδα, και με την ψυχραιμία που τους παρέχουν μερικές χιλιάδες μίλια απόστασης, αυτά που δηλώνουν ότι απεχθάνονται σε αυτό τον τόπο είναι αυτά που βιώνουμε σε καθημερινή βάση όσοι έχουμε την ατυχία να είμαστε Έλληνες και να ζούμε στο Ελληνικό κράτος. Νεοέλληνες στο Νεοελληνικό κράτος, για να ακριβολογούμε.

Διπλή η απογοήτευση. Αφ ενός για αυτή καθ' αυτή την αποστροφή των νέων ανθρώπων για την κοινωνική πραγματικότητα, αφ ετέρου για μια ακόμα απογοητευτική διάγνωση. Η προηγούμενη γενιά μεταναστών δεν είχε την αίσθηση –ή δεν την εξέφραζε- ότι η Ελληνική κοινωνία είναι σε τέτοια κατάπτωση. Δομική και ουσιαστική. Είχαν φύγει γιατί ο τόπος τους δε μπορούσε να τους θρέψει. Αλλά η ματιά που έτειναν «πίσω» ήταν γεμάτη νοσταλγία και όχι απέχθεια. 

Στην εβδομάδα που πέρασε από την ημέρα που εκτέθηκα στην έρευνα, βάλθηκα να θυμηθώ όλες τις κουβέντες, τις συναντήσεις που είχα με τους 4 θείους μου που είχαν επιλέξει τον ίδιο δρόμο της ξενιτιάς πρίν από αρκετές 10ετίες, να ξαναδιαβάσω τα γράμματά τους. Ρώτησα την υπερήλικη μητέρα μου, μια θεία της (ναι θεία της μητέρας μου), τον αδελφό και τα ξαδέλφια μου. Κανείς δε μου επιβεβαίωσε τέτοια σχόλια από τους «ταξιδεμένους» μας, όταν αναφέρονταν στην Ελληνική κοινωνία που είχαν αφήσει πίσω τους. Τι κατακρήμνισε με τέτοιο δραματικό τρόπο τα συλλογικά χαρακτηριστικά του λαού μας; Τι μα στρέβλωσε με τόσο βίαιο τρόπο ώστε να οδηγηθούμε σε ένα τόσο απογοητευτικό αποτέλεσμα; Τι μας εξεπαίδευσε στην κοινωνική απάθεια, την ασέβεια, τον ωχαδελφισμό, την αδιαφορία; Ο καθένας μπορεί να κάνει τις παραδοχές του. Με γνώμονα τις πεποιθήσεις, την κριτική του ικανότητα, το κοινωνικό του υπόβαθρο, μπορεί να οδηγηθεί στα συμπεράσματά του. 

Μέσα από την αναγνώριση της πραγματικότητας ότι κάπως εκπαιδευτήκαμε στην αναίδεια, τον ξερολισμό, την απάθεια και τη βία κάθε είδους, προκύπτει μια φιλοσοφική αλήθεια. Ότι, αφού μπορέσαμε να εκπαιδευτούμε σε αυτά, μπορούμε να τα καταφέρουμε και στα νοηματικά τους αντίθετα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη και πιο αισιόδοξη παρακαταθήκη της τραγικής σημερινής μας κατάστασης. Η κατανόησή αυτής της ευκαιρίας θα είναι ένα σημαντικό βήμα. Γιατί μέσα από αυτό θα εγκαταλείψουμε τη συλλογική παραλυτική αντίληψη του «τίποτα δεν αλλάζει». 

Οι Έλληνες που συμμετείχαν στην εν λόγω έρευνα, όσο ήσαν και όσο θα παρέμεναν μέρος της Ελληνικής πραγματικότητας, θα δρούσαν εντός ενός στρεβλού περιβάλλοντος. Και είναι κοινωνιολογικά επιβεβαιωμένο ότι συχνά θα υπέπιπταν και οι ίδιοι –αυτοί οι κρίνοντες- στα ίδια ατοπήματα, σημάδια αντικοινωνικής συμπεριφοράς, με αυτά που καυτηριάζουν. Όμως, η ένταξή τους σε μια άλλη κοινωνία –ο καθένας διαφορετική- με άλλες καταβολές και άλλες αξίες τους έκανε σοφότερους και τους υπογράμμισε τα ελαττώματά μας. Και μας κάνουν το δώρο να μας το λένε κατάμουτρα.  

Όπως συλλογικά οδηγηθήκαμε στο «σκοτάδι» της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και δημιουργήσαμε –ως κοινωνία- μια μη βιώσιμη καθημερινότητα, όπου ο καθένας μας εκδικείται τον άλλο, έτσι μπορούμε να ξανα-ανοίξουμε το «φώς» της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή με ποιότητα. Όχι ποιότητα από τα «έχω» μας. Αλλά από τα «είμαι» μας. Ένα στάδιο φωτίζεται από εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες λάμπες. Καμία –μόνη της- δεν είναι ικανή να φωταγωγήσει το χώρο. Όμως όλες μαζί; Κανένας δε μπορεί μόνος του να αλλάξει τη χώρα. Τα συλλογικά προβλήματα απαιτούν ατομικές δράσεις. Αν ο καθένας σέβεται το γύρω του, αν δεν τον περνάει στην ουρά στο φανάρι, αν δεν πετάει το χαρτί από τα τσιγάρα, αν δεν καπνίζει στο bar, αν χαμογελάει όταν κάποιος τον αφήνει να περάσει, αν…, αν…, αν…, αν…

Δεν είναι γονιδιακά μας τα ελαττώματά μας και όλα όσο μας καταμαρτυρούν οι συνέλληνες που επέλεξαν  το δρόμο της ξενιτιάς. Είναι επίκτητες στρεβλώσεις. Η αποδέσμευσή τους από αυτά δε θα μας κάνουν πλούσιους. Θα μας κάνουν όμως ευτυχισμένους. Η αποτίναξη της συλλογικής παραδοχής και αναγνώρισης της ανικανότητά μας για κάτι καλύτερο, είναι η σημαντικότερη υποδομή ενός καλύτερου αύριο για όλους μας. 

Όπως δεν υπάρχουν συλλογικά ελαττώματα δεν υπάρχουν και συλλογικά προτερήματα. Όταν όλα αυτά τα «χαλίκια» πάψουν να μπλέκονται στα «πόδια» μας, η άνοδος του «βουνού» θα γίνει ευκολότερη. Και τα προτερήματά μας θα «βγούν μπροστά» και θα μας οδηγήσουν σε μια βιώσιμη κοινωνία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου