Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΛΑΙΟΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΣΟΒΙΕΤΙΑ. Μια «ακτινογραφία» του Νεοελληνικού κράτους.

Το Νεοελληνικό κράτος ιδρύθηκε επισήμως το 1831. Πρίν κάν την επίσημη αναγνώριση του από τις -τότε μεγάλες- δυνάμεις, είχε «καταφέρει» να ζήσει δύο(2) εμφυλίους πολέμους. Αυτό και μόνον, επιβεβαίωνε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο την Ελληνική καταγωγή των κατοίκων και των ηγετών των επαναστατημένων περιοχών με τους αρχαίους Έλληνες. Μόλις δε, φυλακίστηκε και ο Κολοκοτρώνης με την εντολή της θανάτωσης, όπως και ο Σωκράτης, κάθε επιχείρημα του Αυστριακού περιηγητή Fallmerayer περί της ανυπαρξίας σχέσης των αρχαίων Ελλήνων με του Χριστιανούς κατοίκους της ίδιας γεωγραφικής περιοχής κατέπεσε. 
Η εθνολογική συνέχεια των κατοίκων της περιοχής, απετέλεσε τη θεμελιώδη ιδεολογία πάνω στην οποία χτίστηκε το κράτος. Εξ ού και η αναφορά-σχέση των χριστιανών κατοίκων της Χερσονήσου του Αίμου  με το Μεσαιωνικό Ελληνικό Κράτος (το Βυζάντιο) ήταν αμελητέα. Η Ελληνικότητα των κατοίκων, αυτόαποδεικνυόταν με τη σύνδεσή της,  με την Κλασσική Αρχαιότητα και όχι με τη Μεσαιωνική.


Το κράτος που «χτίστηκε» πάνω στο πτώμα του μόνου Έλληνα που θα μπορούσε να αποτινάξει την Οθωμανική διοικητική κουλτούρα (Καποδίστριας), ήταν ένα Ευρωπαϊκό κακέκτυπο συρραφής νόμων που ξαναγράφτηκαν και αντιγράφηκαν για να «προσαρμοστούν» στο υπανάπτυκτο κράτος, αλλά που ποτέ δεν έγιναν μέρος του πολιτικού πολιτισμού του, μιας και προσέκρουαν στην οθωμανική κουλτούρα των στελεχών της διοικητικής μηχανής. Έτσι το «έχεις Φαναριώτη στην Πόλη» των Οθωμανικών χρόνων, αντικαταστάθηκε από το «έχεις μπάρμπα στην Κορώνη». Η έννοια της συνέχειας του Κράτους, είχε περιοριστεί αποκλειστικά στην αναγνώριση των δανείων,  ως πολιτική πράξη συμψηφισμού και αναγνώρισης της μιας φατρίας έναντι της άλλης. Η νομή της εξουσίας ως εκλογικό λάφυρο ήταν το αντίστοιχο της ανάθεσης μιας θέσης από τον Σουλτάνο. 

Μόλις το 1881-50χρόνια μετά την ίδρυση- ο πολιτικός επιστήμων Νικόλαος Μοσχοβάκης συνέγραψε τη διδακτορική του διατριβή, διαπιστώνοντας ότι «η κυβερνητική ακολασία, όχι μόνο δε γνωρίζει όριο αλλά εξαναγκάζεται σε αυτή,…. έφτασε να θεωρείται σαν κάτι αυτονόητο και χωρίς αμφισβήτηση, ότι το διοικητικό κατασκεύασμα όφειλε να υπηρετεί τη φατρία που κάθε φορά βρισκόταν στην εξουσία». Όλοι ξέρουμε το πώς η Πλ.Κλαθμώνος πήρε το όνομά της. Σε άλλο σημείο, του πονήματός του ο Μοσχοβάκης αναφέρει, ότι «………..ως αποτέλεσμα το (διοικητικό) κατασκεύασμα, είναι ανίκανο να πραγματοποιήσει οποιονδήποτε από τους σκοπούς για τους οποίους υπάρχει». 

Το δυστύχημα για το κράτος αυτό, είναι ότι οι εκτιμήσεις του συγγραφέα χαρακτηρίζονται από μια ανατριχιαστική διαχρονικότητα που φτάνει μέχρι σήμερα. Προφανώς έχει καταγραφεί βελτίωση των διοικητικών λειτουργιών του κράτους, από τότε μέχρι σήμερα, αλλά αν εξετάσουμε τις επιδόσεις του μηχανισμού αυτού σε σχέση με το δυτικό κεκτημένο, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά.

Όταν η μόνη προσλαμβάνουσα των ιδρυτών των νεοελληνικού κράτους ήταν ο Σουλτάνος, ο Πασάς και ο Βεζίρης είναι λογικό να έφτιαξαν το νέο κράτος,  προσπαθώντας(;) να βελτιώσουν αυτές τις προσλαμβάνουσες. Όταν για πολλές-πολλές γενιές, κινητήριος μοχλός για οτιδήποτε γινόταν -ή δε γινόταν- στα όρια της αυτοκρατορίας, ήταν το μπαξίσι, όταν οι διοικητικές θέσεις αγοράζονταν με προκαταβολή του τιμήματος και με τη βεβαιότητα ότι η φοροεπιδρομή επί του πληθυσμού θα απέδιδε τα ζητούμενα για να είναι επιτυχής η «επένδυση», είναι προφανές ότι αυτό το πολιτικό προσωπικό δημιούργησε ένα κράτος βασισμένο σε αυτή την κουλτούρα και το οποίο –δυστυχώς- κληροδότησε στις επόμενες γενιές. Οι δε επόμενες γενιές πολιτικών ταγών, δεν είχαν κανένα λόγο να το βελτιώσουν, αφού ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρος η διατήρηση του οθωμανικού τρόπου διοίκησης με ευρωπαϊκό νομικό μανδύα.

Σε ένα τέτοιο κράτος ουδείς επιθυμεί τη ειλικρινή και εν τοις πράγμασι διακριτού χαρακτήρα των συνταγματικά –κατά τα άλλα- κατοχυρωμένων εξουσιών. Εξ ού και σε όλη την ιστορική διαδρομή του Νεοελληνικού κράτους καταγράφεται η μάχη μεταξύ των πολιτειακών παραγόντων για την πραγματική νομή της εξουσίας. Τελευταία πράξη σε αυτή την παρωδία, η «σουλτανοποίηση» του πρωθυπουργικού αξιώματος, που καθιστά το κράτος, φέουδο του εκάστοτε πρωθυπουργού και του κομματικού σχηματισμού στον οποίο ηγείται. Κάποτε, η δύναμη των όπλων ήταν το «εργαλείο» του Σουλτάνου. Σήμερα είναι το εκλογικό σύστημα και ο προσεταιρισμός της –κατά τα άλλα ελεγκτικού χαρακτήρα- λειτουργίας της 4ης εξουσίας στους σκοπούς των φατριών.

Επί των οθωμανικών χρόνων, η διοικητική διαίρεση βασιζόταν στα θρησκευτικά milliet. Λογικό, αν σκεφθεί κανείς ότι η αυτοκρατορία ήταν θρησκευτικό κράτος και ότι ο καταστατικός του νόμος του ήταν το Κοράνι. Οι αυτοκρατορίες εξ ορισμού είχαν πολυεθνικό χαρακτήρα με ένα κυρίαρχο έθνος και τα υπόδουλα φύλα να είναι πολίτες κατώτερης  τάξης. Η ένταση αυτής της διαίρεσης μεταφέρθηκε αυτούσια στη λειτουργία του Νεοελληνικού κράτους με τους ηττημένους της εκλογικής –και όχι μόνο- μάχης να θεωρούνται στην καλύτερη των περιπτώσεων ως πολίτες ενός «κατώτερου Θεού». Η διχόνοια ελάμβανε χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου (βλέπε http://istoriesellinikistrelas.blogspot.gr/2013/11/1823-2013-190.html).


Φτάνοντας στη σύγχρονη Νεοελληνική ιστορία, οι Έλληνες κοινωνικά και πολιτικά απολίτιστοι και απαίδευτοι, ανίκανοι και χωρίς κριτική ικανότητα περί του δέον γεναίσθαι, αποθέωσαν τη «μονάδα» σε βάρος του «όλου». Αυτή η κουλτούρα του ωχαδελφισμού και της παραίτησης από το «βέλτιστο» ήταν η καλύτερη μαγιά για τη «σοβιετοποίηση» της κοινωνικής ζωής. Σοβιέτ –κατά τα επαναστατικά χρόνια της Ρώσικης επανάστασης του 1917- ήταν τα συμβούλια των εργατών, των γεωργών, των στρατιωτών κ.ο.κ .εκπρόσωποι των οποίων, κυβερνούσαν το Σοβιετικό κράτος. Στην πορεία, τα σοβιέτ έπαψαν να είναι συμβούλια «επαγγελματιών» και έγιναν συμβούλια περιοχών.  Το δυστύχημα του Νεοελληνικού κράτους είναι ότι αυτό «διορθώθηκε» στην ΕΣΣΔ, έγινε μέρος της λειτουργάς του μέχρι και σήμερα. Το κάθε «σοβιέτ»- συντεχνία, αντιπαλεύεται το κράτος που –προφανώς συναποτελείται από το άθροισμα των «σοβιέτ»-συνδικάτων. Κάθε διεκδίκηση, κάθε αγώνας, κάθε πρόταση και εν τέλει κάθε απόφαση του κράτους-μαριονέτα των Νεοελληνικών «σοβιέτ», αποσκοπούσε στην εκδίκηση του ενός, κατά του άλλου. Με αποτέλεσμα η λειτουργία του κράτους να είναι τόσο στρεβλή, ώστε κάθε νοήμων παρατηρητής να εντυπωσιάζεται από την «εκδικητικότητα» που χαρακτηρίζει το γράμμα –και καμιά φορά ακόμα και το πνεύμα των νόμων. Και τελικά, η κοινή λογική να απουσιάζει σε κάθε επαφή του πολίτη με το κράτος και των πολιτών μεταξύ τους.

Το κράτος έχει αποτύχει, διότι το «άθροισμα» των επιμέρους συντεχνιακών «νικών», συνιστούν ένα «μικρότερο» κοινωνικό αποτέλεσμα.

Η λογική του «τράβα το πάπλωμα προς το μέρος σου», είναι αυτό που χαρακτηρίζει την πολυνομία αυτού του κράτους, το οποίο νομοθετεί κάθε τόσο, με σκοπό τη στιγμιαία ικανοποίηση του κάθε «σοβιέτ» σε βάρος όλων των άλλων Ελλήνων. Εν τέλει το πρόσημο των πολιτών είναι προφανώς αρνητικό, μια και δημιουργεί  πολίτες αδικημένους, ανίκανους να αντισταθούν και ως εκ τούτου αποξενωμένους από τα κοινά και την έννοια του «Κοινού των Ελλήνων» κράτους. Παράλληλα ενισχύεται και μετατρέπεται σε εθνικό θυμικό, το  ότι ο πολίτης οφείλει να αυτενεργεί σε βάρος του κράτους, του κοινωνικού συνόλου και τελικά κατά του συμπολίτη του ως αμυντικός μηχανισμός στο γενικευμένο αίσθημα αδικίας.


Αυτή είναι μια τρέλα. Μια τρέλα, που τη ζούμε καθημερινά οι κάτοικοι αυτού του περίεργου κράτους. 
Του κράτους της Νεοελληνικής Παλαιοοθωμανικής Σοβιετίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου